Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αναρχία, Κράτος, Αριστερά

Η μακρά ιστορία του εργατικού κινήματος ασφαλώς σφραγίζεται από την ύπαρξη δύο
παραδόσεων που προχωράνε σε τροχιές οι οποίες άλλοτε συναντιούνται και άλλοτε
χωρίζουν, ενίοτε αβυσσαλέα. Μιλάμε ασφαλώς για την αναρχική και τη μαρξιστική
παράδοση που αμφότερες με λόγια και με έργα προσπάθησαν να υπηρετήσουν την
υπόθεση της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης.
Σε αυτή την διαδρομή, οι ρήξεις είναι μάλλον περισσότερες από τις
συγκλίσεις και η συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία μάλλον συνηγορεί υπέρ αυτών
που θεωρούν ότι, αργά ή γρήγορα, κάθε ιστορική απόπειρα συμπόρευσης αναρχικών
και μαρξιστών είναι καταδικασμένη εξαιτίας θεμελιωδών θεωρητικοπρακτικών
διαφορών.
Αν θέλουμε, με κάποια αυθαιρεσία, να ορίσουμε ένα εναρκτήριο σημείο αυτής
της ρήξης θα μπορούσαμε ίσως να το βρούμε σε μιαν αλληλογραφία μεταξύ Μαρξ
και Προυντόν του 1846, πριν δηλαδή και από την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς. Ο
Προυντόν, απαντώντας σε πρόσκληση του Μαρξ να συμμετάσχει σε ένα διεθνές
δίκτυο αλληλογραφίας που σκοπό είχε να συντονίζει διεθνείς επαναστατικές κινήσεις,
διατυπώνει τις επιφυλάξεις του και τις προϋποθέσεις που έθετε για να συμμετάσχει σε
ένα τέτοιο εγχείρημα, επισημαίνοντας ζητήματα «δογματισμού» που διέκρινε στη
μαρξική θεωρία καθώς και τον κίνδυνο αυτή να μετατραπεί σε νέα θεολογία.
Η κύρια φάση της κοινής και ταυτόχρονα διαφορετικής μοίρας των δύο αυτών
παραδόσεων είναι ασφαλώς η Πρώτη Διεθνής. Στα γόνιμα αλλά και ταραχώδη χρόνια
του μοναδικού αυτού εγχειρήματος στην ιστορία του εργατικού κινήματος αναρχικοί
και μαρξιστές είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τα όρια της σύμπραξής τους και να
βρεθούν αντιμέτωποι με τα χάσματα διαφορετικών ερμηνειών της πραγματικότητας,
αλλά κυρίως διαφορετικών στρατηγικών όσον αφορά την υπόθεση της ανθρώπινης
χειραφέτησης. Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί σχετικά και ασφαλώς είναι μια
συζήτηση που δεν μπορεί να χωρέσει στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Ας
αρκεστούμε εδώ στα λόγια τού Nico Berti («Μαρξισμός και αναρχισμός στην Πρώτη
Διεθνή», Κοινωνικός αναρχισμός 1, Θεσσαλονίκη 2014) σχετικά με την κρίσιμη
διαφωνία περί κράτους: «Ο αναρχισμός, επιβεβαιώνοντας την ιστορικότητα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δίνει μια εξήγηση της ανισότητας μεταξύ των
ανθρώπων η οποία δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική: πράγμα που υπονοεί την
ιεραρχία ως αποτέλεσμα εφαρμογής τής εξουσιαστικής αρχής, τη διαμόρφωση και τη
διαιώνιση κάθε εξουσίας, την εξουσία ως εξουσία […] Στην αναλυτική αυτή
προοπτική ο καπιταλισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ιστορική μορφή της
εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν αρκούσε για τον λόγο αυτό στους
αναρχικούς να καταστραφεί το κεφάλαιο, ήταν ανάγκη να καταστραφεί και το κράτος
[…] Ο μαρξισμός αντιθέτως θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν εντελώς ιδεαλιστικά,
γενικότητες […] Αποδίδοντας ειρωνικά στον Μπακούνιν την αντιστροφή τής σχέσης
δομής και υπερδομής, ο Ένγκελς συνόψιζε τη διαφορά με τους αναρχικούς: “Ενώ η
μεγάλη μάζα των σοσιαλδημοκρατών εργατών συμφωνεί μαζί μας θεωρώντας πως η
κρατική εξουσία δεν είναι άλλο από την οργάνωση που οι άρχουσες τάξεις –
καπιταλιστές και γαιοκτήτες– καθιέρωσαν για να προστατεύσουν τα κοινωνικά τους
προνόμια, ο Μπακούνιν κηρύσσει πως το κράτος δημιούργησε το κεφάλαιο, πως ο
καπιταλιστής έχει το κεφάλαιό του μόνο χάρη στο κράτος. Αφού επομένως το κράτος
είναι το κύριο κακό, είναι ανάγκη να καταστρέψουμε πριν απ’ όλα το κράτος, το
κεφάλαιο μετά θα πάει στο διάβολο από μόνο του. Εμείς, αντίθετα, λέμε καταργήστε
το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση της ολότητας των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία
και τα κράτος θα πέσει από μόνο του”».
Αν ο δέκατος ένατος αιώνας σημαδεύτηκε από τις θεωρητικές διαμάχες
αναρχικών και μαρξιστών στην προοπτική της προετοιμασίας επαναστάσεων, ο
εικοστός τούς έφερε ενώπιον επειγόντων πρακτικών καθηκόντων.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε ότι οι διαμάχες και η ρήξη στα χρόνια
της Πρώτης Διεθνούς δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοσυγκρασιακών διαφορών ανάμεσα
στον Μαρξ και τον Μπακούνιν αλλά ανταποκρινόταν σε πραγματικές ηθικοπολιτικές
αποκλίσεις των δύο ρευμάτων.
Παρά τις ισχυρές επιφυλάξεις εκ μέρους των αναρχικών, δεν έλειψαν κι
εκείνοι οι οποίοι είδαν με καλό μάτι την επανάσταση και ήταν πρόθυμοι να
παραμερίσουν τις θεωρητικές τους ενστάσεις προκειμένου να βοηθήσουν στην
επαναστατική ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος ο Κροπότκιν που
προηγουμένως είχε αρνηθεί θυμωμένος να αναλάβει μια θέση στην προσωρινή
κυβέρνηση Κερένσκι, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ναι μεν οι μπολσεβίκοι πασχίζουν
να εισαγάγουν ουσιώδεις αλλαγές, αλλά οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν καθιστούν
απολύτως αδύνατη την επιτυχία και ανοίγουν το δρόμο στην αντίδραση.
Τον Μάιο του 1919 ο Κροπότκιν και ο Λένιν συναντήθηκαν για πρώτη και
τελευταία φορά. O Κροπότκιν διατύπωσε χωρίς περιστροφές τη θέση του: «Εσύ κι
εγώ έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι στόχοι μας φαίνεται να συμπίπτουν,
αλλά έχω πολύ διαφορετικές από σένα απόψεις για τα μέσα, τις ενέργειες και την
οργάνωση. Οι φίλοι μου κι εγώ δεν θα αρνηθούμε να σε βοηθήσουμε· αλλά η βοήθειά
μας θα συνίσταται μόνο στο ότι θα σου αναφέρουμε όλες τις αδικίες που
διαπράττονται οπουδήποτε και κάνουν τον λαό να υποφέρει». Ο Λένιν αφού πρώτα
δέχθηκε την ιδιότυπη αυτή προσφορά άρχισε να πετά στα σκουπίδια τα γράμματα του
Κροπότκιν αγανακτισμένος: «Αυτός ο γερο-γκρινιάρης με κούρασε. Δεν έχει ιδέα από
πολιτική και χώνεται παντού δίνοντας συμβουλές, οι περισσότερες εκ των οποίων
είναι ανόητες».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η καθημερινότητα στο μετεπαναστατικό καθεστώς,
ο τρόπος οργάνωσης της ζωής και της εργασίας, η δράση της μυστικής αστυνομίας, η
γραφειοκρατία, οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων, η
καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης απογοήτευσαν ακόμη και όσους έβλεπαν
γεμάτοι ελπίδες τη Σοβιετική Ένωση, όπως η Έμμα Γκόλντμαν: «Είχα φτάσει γεμάτη
ελπίδες να βρω μια χώρα νεογέννητη, με το λαό δοσμένο ολόψυχα στη μεγαλειώδη
αλλά δύσκολη δουλειά τής επαναστατικής ανοικοδόμησης. Λαχταρούσα να λάβω
μέρος ενεργά στο μεγαλόπνοο έργο. Η ρώσικη πραγματικότητα μου φάνηκε
τερατώδης, ολότελα ξένη προς το όραμα που με έφερε στη γη της επαγγελίας με τόσο
μεγάλες προσδοκίες. […]. Συνειδητοποίησα με φρίκη πως η Ρωσική Επανάσταση
είχε πεθάνει. Μπροστά μου ορθωνόταν το εφιαλτικό κράτος των Μπολσεβίκων, που
συνέθλιβε κάθε επαναστατική προσπάθεια ανοικοδόμησης, καταπίεζε, εξευτέλιζε,
διέλυε τα πάντα».
Η δεύτερη πράξη του ιστορικού δράματος συνύπαρξης και ρήξης μεταξύ
αναρχικών και κομμουνιστών παίχτηκε ασφαλώς στην Ισπανία του ’36. Αναρχικοί,
τροτσκιστές και σταλινικοί βρίσκονται να πολεμούν από κοινού τους φασίστες τού
Φράνκο, σύντομα όμως ξεσπά εμφύλιος μέσα στον εμφύλιο. Το Κομμουνιστικό
Κόμμα συνεχίζει την πρακτική της εκκαθάρισης των διαφωνούντων. Αυτό που έχει
αλλάξει είναι ότι ο εδραιωμένος πλέον σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση δεν κρατά
ούτε τα προσχήματα. Ενδεικτικά είναι τα όσα έγραφε η Πράβντα στις 17 Δεκεμβρίου
του 1936: «Η εκκαθάριση των τροτσκιστών και αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων
έχει ήδη ξεκινήσει στην Καταλονία. Αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί στην Ισπανία με
την ίδια ενεργητικότητα που επιδείχθηκε και στην ΕΣΣΔ».
Σήμερα που ο καπιταλισμός αποκτά όλο και πιο ολοκληρωτικά
χαρακτηριστικά, που κράτος και κεφάλαιο αμφότερα γιγαντωμένα επιτίθενται και
καταστρέφουν τις ελάχιστες κατακτήσεις των καταπιεσμένων και οδηγούν
ολόκληρους πληθυσμούς στην κυριολεκτική τους εκμηδένιση είναι εύλογο, ίσως, το
ερώτημα αν τα ανταγωνιστικά κινήματα έχουν την πολυτέλεια να μένουν
αγκυλωμένα στις ιστορικές τους διαφορές ή αν θα πρέπει –έστω και υπό το βάρος
των συνθηκών έκτακτης ανάγκης που αντιμετωπίζουμε– να ενώσουν τις δυνάμεις
τους σε μία αντικαπιταλιστική προοπτική.
Σε αυτό το σημείο, πέραν όλων των ιστορικών εμπειριών που, κατά τη γνώμη
μου, καθιστούν εύλογη κάθε επιφυλακτικότητα εκ μέρους των αναρχικών, θα πρέπει
νομίζω η Αριστερά (τουλάχιστον εκείνα τα ειλικρινή και μη ενσωματωμένα κομμάτια
της) να προβεί σε έναν γενναίο αναστοχασμό σε σχέση με παραδοσιακές επιλογές της
που στοίχισαν στα ανταγωνιστικά κινήματα, φορτώνοντάς τα με αυταπάτες και
συνακόλουθες ήττες. Μιλώ για την κύρωση, δια της συμμετοχής, της
κοινοβουλευτικής απάτης, την λογική τής ανάθεσης και των πρωτοποριών, την
σοσιαλδημοκρατικής προελεύσεως εκτίμηση ότι μια αριστερή κοινοβουλευτική νίκη
μπορεί να αποβεί υπέρ των εργατικών συμφερόντων, την ενίσχυση με κάθε τρόπο της
αντίληψης πως ο καπιταλισμός εξανθρωπίζεται, πως το κράτος είναι ένα ουδέτερο
κέλυφος που παίρνει χαρακτηριστικά ανάλογα με το ποιος το ελέγχει, πως η σημερινή
Ευρώπη και τα κράτη τα οποία την απαρτίζουν μπορεί να είναι κάτι άλλο από
μηχανισμοί ωμής βίας και ταξικής εκμετάλλευσης.
Αν οι φίλοι μαρξιστές θυμόντουσαν ότι μία από τις τελευταίες πράξεις τού
Μαρξ ως στοχαστή ήταν Η κριτική του προγράμματος της Γκότα θα είχαν,
ενδεχομένως, αποφύγει λάθη σαν τη συμπόρευση με τη συριζαϊκή παρωδία της
«αριστερής ελπίδας», τις ολέθριες συνέπειες της οποίας καλούμαστε να πληρώσουμε
όλοι.

Κώστας Δεσποινιάδης (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος», 30-1-16)

Categories
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το θέμα είναι ν’ απολογείσαι

Όλο το σημείο που βρισκόμαστε συνοψίζεται στην Ανατροπή της περασμένης εβδομάδας για το εθνικό θέατρο. Θλίψη για τους ακόμη ανυποψίαστους, απίθανα σκηνικά γέλιου για όσους παρακολουθούν τα του δημοσίου λόγου τα τελευταία χρόνια. Ηθοποιοί ξεφτιλίζονται λάιβ λέγοντας χοντράδες ή πουλώντας μια δήθεν υπευθυνότητα. Κατά τ’ άλλα ο τάδε παίζει Πίντερ  και δεν πρέπει να μπερδεύουμε την προσωπικότητα του καλλιτέχνη με το έργο ή το ταλέντο του.

Για την ντόπια διανόηση και την πολιτική ελίτ αυτού του τόπου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσει τα δικαιώματα του κρατούμενου απ’ την προηγούμενη πράξη του. Είναι δύσκολο να αποδώσει το δικαίωμα του λόγου σε κάποιον που αυτή κρίνει ανάξιο του δικαιώματος. Η έννοια της τιμωρίας λαμβάνει χαρακτηριστικά εξουδετέρωσης. Μαλάκα τρομοκράτη θα σε εξαφανίσουμε. Θα μπορούσαν να κανονίζουν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ξενάγηση στο Γκουαντάναμο. Είναι ασφαλώς ο τόπος αυτός, το καλύτερο σημείο να βρίσκεται κανείς αμέσως μετά το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Τι ‘ναι και ο Ντόναλντ Τραμπ μπροστά στην ελληνική αφρόκρεμα του δημοσίου λόγου; Ένα σκουλήκι που δεν έχει το κατάλληλο λεξιλόγιο για να κατακεραυνώσει την Πηγή Δημητρακοπούλου.

Εντωμεταξύ ζούμε και πεθαίνουμε με την αγωνία για τη συνθήκη Σένγκεν. «Λέτε εσείς βλακείες και λαϊκισμούς αλλά καταλαβαίνετε άαραγε τι σημαίνει να μας πετάξουν έξω απ’ τη Σένγκεν;». Ο σύγχρονος μεταρρυθμιστής, ο σύγχρονος μορφωμένος και προκομμένος εντερπρενέρ, που μέσω της εργασίας προσεγγίζει το καλύτερο μέλλον, μπορεί να φανταστεί με ακρίβεια και σοβαρότητα τις συνέπειες μιας τέτοιας δραματικής εξέλιξης. Η φαντασία και η γνώση τον εξυπηρετούν και τον βοηθούν να μιλήσει για το αύριο. Μπροστά στα πτώματα του Αιγαίου, το βλέμμα τους παραμένει θεότυφλο και η γλώσσα τρέχει ροδάνι: «Φυλάξτε τα σύνορα». Ή ας είμαστε ειλικρινείς: «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΝΙΞΤΕΣ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ». Πόσους τέλος πάντων χωράει η μικρή Ελλάδα σε ρωτάω μαλάκα και ανεύθυνε αλληλέγγυε; Κι ο άνθρωπος που έχει τόσα και τόσα πτυχία από τα καλά πανεπιστήμια της Αμερικής ή του Λονδίνου δεν ξέρει πως η επόμενη ερώτηση είναι πόσα πτώματα χωράει η θάλασσα και ότι αυτός την έχει ήδη απαντήσει. Όσα χρειαστεί. Όσα χρειαστεί προκειμένου να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις, τον εθνικό προϋπολογισμό, τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, τους γενικότερους συσχετισμούς. Ακριβώς όπως σε με μια συνθήκη πολέμου, μας ζητούν να μάθουμε το μάθημά μας. Μια ζωή δεν είναι τίποτα, παρά ένα κορμί που περιμένει να θαφτεί, να πνιγεί, να καταμετρηθεί ή να φυλακιστεί. Όπως πρόκειται για την λιτότητα των άλλων, έτσι πρόκειται και για τα πτώματα των άλλων. Εμείς απλά αρθρογραφούμε για την ανάγκη φύλαξης των συνόρων.

Να ‘χαν και οι νεκροί ένα καλό χορηγό. Θα μπορούσε αυτός να πάρει ένα τηλέφωνο να τα κανονίσει κάπως τα πράγματα.

Αλλά τι είναι οι άνθρωποι για να ζητάτε να ζήσουν; Και τι είναι η ελεύθερη έκφραση για να τη ζητάτε; Κάτι τελευταίες ιδεοληψίες, κάτι παιδιάστικες υπερβολές που ποιος ξέρει από ποιο τόμο ποιανού βιβλίου ξεπήδησαν. Επικίνδυνα πράγματα.

Εδώ έχει μόνο μόρφωση και δουλειά. Μόνο μόρφωση που υποστηρίζει τη δουλειά. Μόνο μόρφωση που μετατρέπεται σε δουλειά.

Τι κόσμος κι αυτός να πουλάει εισιτήριο για το έργο του Καμύ, να το διαφημίζει και μετά να θέλει να σβήσει απ’ τον ορίζοντα την επίδρασή του. Θέλουν να καταναλώνουμε την τέχνη, αλλά για όνομα του θεού, όχι και να ‘χει νόημα, όχι και να μας ταράζει. Γενικά δεν είμαστε υπέρ των αναταραχών. Μια παράσταση, ένα βιβλίο, ένα φιλμ, ένα τραγούδι πρέπει να επέχει τη θέση ενός χάμπουργκερ. Η μόνη της συνέπεια να ‘ναι δέκα λεπτά στην τουαλέτα. Μετά βγαίνεις και είσαι ακριβώς ο ίδιος, πανέτοιμος να επιστρέψεις στο πόστο σου. Μόρφωση και δουλειά. Δουλειά και μόρφωση.

Και όποτε υπερασπίζεσαι τίποτα που μοιάζει κάπως προοδευτικό, να φροντίζεις πρώτα να απολογείσαι ακόμη κι αν βρίσκεται εκτός θέματος. «Φυσικά και κακώς ανέβηκε η παράσταση, αλλά αφού ανέβηκε δεν έπρεπε να κατέβει». «Φυσικά και καταδικάζουμε τη βία και χέζουμε πάνω στους αλήτες τους τρομοκράτες, αλλά δεν έπρεπε και να κατέβει η παράσταση». Μια απολογία πάντα κάνει καλό. Ή έστω μια μίνι υπόκλιση στο γεγονός ότι την ατζέντα την θέτει το τηλεπαράθυρο και οι υπόλοιποι καλούνται απλά να συμφωνήσουν λίγο με τον Κικίλια, τον Καρατζαφέρη, τον Γεωργιάδη παίρνοντας βέβαια ελαφριές αποστάσεις ως προς τις διατυπώσεις. Έχουν κ ένα ντοκτορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρακαλούμε να συνεχιστούν οι σφαγές αλλά να έχουν πάρει πρώτα μια πιστοποίηση, ένα ISO, το κατιτίς τους τέλος πάντων.

Η απολογία είναι το κύριο πιάτο στο τραπέζι της θεσμικής αριστεράς εδώ και χρόνια.

Κατά τ΄ άλλα, οι ίδιοι άνθρωποι λένε τα ίδια πράγματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται και πανηγυρίζουν για ένα κοινό δελτίο τύπου που δε σημαίνει τίποτα, «πάντως σημειώνει δυνατότητες».

Εντωμεταξύ ακόμη και στα πιο ανύποπτα μέρη κάποτε έχει ρεζερβέ – ποιος ξέρει κάποια δικαιολογία θα υπάρχει, πάντα υπάρχει και πάντα έχει κάποια βάση, αλλά και τι έγινε. Το ζήτημα είναι να μην αναπαράγεις το σκοτωμό ως μόνη δυνατή στάση ζωής.

Ο κόσμος μας έχει κάνει μια χαψιά. Μένουν κάτι χειρονομίες, ένα βλέμμα, η απελπισία ενός δικού σου ανθρώπου, η περιφρόνηση ενός δικού σου ανθρώπου, το γέλιο. Τα κείμενα, η γνώση ότι παρόλο που η πόζα και η περφόρμανς είναι πλέον ο κανόνας στην ανθρώπινη συμπεριφορά υπάρχουν θυμωμένοι τύποι, άκομψοι, τσαλακωμένοι που κάνουν λάθος πάντως κάτι κάνουν και δεν περιχαρακώνονται πίσω απ’ τα ίδια και τα ίδια και τη μόνιμη επωδό της εποχής: δεν γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Ή η λύση είναι ξανά το κόμμα σου, το κομματάκι σου, η κομματάρα σου, νέα ή παλιά, μικρή σημασία έχει, που αναπαράγεται πάντως πάνω στην ίδια δομή, την ίδια λογική, τα ίδια βλέμματα. Έτσι δεν ανατρέπεται όχι κάποια πολιτική, αλλά ούτε μισό τελάρο σε λαϊκή.

Χρειαζόμαστε έναν λόγο που δεν ντρέπεται να μιλάει για ελευθερία, αντιθέτως επιθυμεί διακαώς να μιλήσει για αυτήν και δε φοβάται, παρά αρπάζει κάθε ευκαιρία.  Έναν λόγο όμως που να ντρέπεται όταν παίρνει ως δεδομένη την έννοια της ελευθερίας και την ταυτίζει με ένα ανέξοδο ποιηματάκι ή μια ανώδυνη προσκόλληση σε όσα τον έμαθαν δεκαετίες πριν. Να ντρεπόμαστε και λίγο όταν το μόνο που κάνουμε είναι να μαθαίνουμε να επιβιώνουμε (και να ξαναγεννάμε) μικροεξουσίες, ιεραρχιούλες και όλων των ειδών τις γραφειοκρατίες και τις βεβαιότητες.

Όλος ο τόπος είναι ένα αδιέξοδο, το θέμα είναι να πάρεις φορά και να πέσεις πάνω στον τοίχο που σου λέει ότι δε γίνεται αλλιώς, πρέπει να ξαναστρίψεις και να  επιστρέψεις σ’ αυτά που ήξερες. Ή ξέρω ‘γω μπορεί και αυτό που λέω να μη σημαίνει τίποτα και το θέμα να είναι απλά να μην απολογείσαι όταν υποστηρίζεις τη ζωή και την ελευθερία, να μην ξεφτιλίζεσαι για το τίποτα, για να χωρέσεις και συ στη χορεία των υπερασπιστών της αιματηρής πραγματικότητας.

Δεν είναι η ήττα το οικονομικό μοντέλο που ακολουθείται, είναι η αποδοχή της ιδέας ότι αν κάποιος σου κοστίζει λιγότερο νεκρός ή τσακισμένος, είναι λογικό να στέκεσαι και να τον βλέπεις να βασανίζεται μέχρι τελικής πτώσης. Αρκεί να σωθείς εσύ, μόνος, γατζωμένος στη ζωή από όλες σου τις υπαναχωρήσεις.

το θέμα είναι ν’ απολογείσαι

Categories
Uncategorized ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Έλλειμμα και πλεόνασμα ανθρωπισμού

Στην εποχή της επιστημονικής και τεχνολογικής υπερανάπτυξης, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας αυξανόμενης εκμετάλλευσης και εξανδραποδισμού των ανθρώπων, γεγονότων βίας και κρατικής τρομοκρατίας, αδιαφορίας προς τον συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τον πάσχοντα, γεγονός που αποδεικνύει την απομάκρυνση του ανθρώπου απ’ τις θεμελιώδεις βάσεις του ανθρωπισμού, το έλλειμμα ανθρωπιάς στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτή η έλλειψη αποδεικνύεται καθημερινά από ποικίλα φαινόμενα, όπως, ο παραγκωνισμός των παιδιών που συχνά οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι άθλιες καθώς στερούνται τα στοιχειώδη όπως τροφή, στέγαση, ουσιαστική παιδεία (κυριότερα τα παιδιά των μεταναστών, παιδιά των λεγόμενων τριτοκοσμικών χωρών καθώς και χαμηλών οικονομικών εισοδημάτων).

Παράλληλα, συχνά είναι τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, παιδικής εργασίας (παιδιά φαναριών, παιδική επαιτεία, εμπόριο βρεφών αλλά και σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών). Επίσης, οι ρατσιστικές προκαταλήψεις, η ιδιοτέλεια, ο ατομικισμός, η χρησιμοθηρία και ο υλισμός ως χαρακτηριστικά του διαμορφωμένου –από την εξουσιαστική νοοτροπία– σύγχρονου ανθρώπου, τον οδηγούν μακρυά από τον αλτρουϊσμό και του στερούν την ανθρωπιά και τη συμπόνια προς το συνάνθρωπο, ακόμα και προς συγγενικά πρόσωπα. Έτσι, η αναλγησία και η σκληρότητα, τόσο προς τους ανθρώπους όσο και προς τα υπόλοιπα έμβια όντα του πλανήτη, τείνουν να αναδειχθούν σε κυρίαρχα φαινόμενα αυτής της χρονικής περιόδου.

Γεγονός είναι ότι η χρησιμοθηρία της λέξεως «ανθρωπιά» έχει γίνει ένας κοινός τόπος, που σήμερα δεν αποκτά και ιδιαίτερη σημασία παρ’ όλο, που η αποκαλούμενη οικουμενική ψυχή αισθάνεται βαθύτερα την ταλαιπωρία του ανθρώπου και αναζητεί μανιωδώς διέξοδο. Περιττό να προστεθεί πως τόσο η ανθρωπιά, όσο κι ένα σωρό άλλοι όροι, έχει υποστεί τρομακτικές παραμορφώσεις. Όσοι, ακόμη, ευελπιστούν σε κάποια μορφή ειδικής μέριμνας και κάποιας οικονομικής ή πνευματικής στήριξης, μέσω του κράτους, εταιρειών στις οποίες βρίσκουν στέγη Διεθνείς Οργανισμοί και στις απατηλά «αφυπνιστικές» εκδηλώσεις των ΜΜΕ, συν το χρόνω βλέπουν όλο ένα και πιο καθαρά τις ελπίδες τους να εξανεμίζονται. Επειδή από την απανθρωπιά δεν είναι δυνατόν να προέλθει η αλληλοβοήθεια και ο ανθρωπιά.

Όμως, ένα εξαίσιο παράδειγμα ανθρωπιάς και αφοσίωσης αποτελεί η Μαρίγια Ζλάτιτς. Η Μαρίγια και ο σύζυγός της ο Μομτσίλο, που ήταν μαραγκός, μετανάστευσαν το 1956 στην Αυστραλία. Εκείνη, όμως, επέστρεψε στη Σερβία, δύο χρόνια αργότερα, για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της, και δεν ξαναέφυγε ποτέ από τη χώρα. Είχε μόνο σποραδική επαφή με τον Μομτσίλο ο οποίος, όπως πίστευαν οι συγχωριανοί της, είχε αποκτήσει πολλές φάρμες με βοοειδή στην Αυστραλία. Η ηλικιωμένη ζει με μια πενιχρή σύνταξη και κατοικεί σε μια ορεινή περιοχή κοντά στο Μπόλιεβατς της ανατολικής Σερβίας. Προσφάτως ενημερώθηκε ότι κληρονομεί 940.000 δολάρια Αυστραλίας (611.000 ευρώ) από τον σύζυγό της ο οποίος πέθανε το 2011. Αντί, όμως, να κάνει όνειρα για το πώς θα ξοδέψει τα χρήματα, προτίμησε να συνεχίσει την ταπεινή ζωή της, στο ίδιο ερειπωμένο σπίτι όπου μένει, και να τα δώσει στους ανθρώπους που την έχουν στηρίξει τόσα χρόνια.

Έτσι, μολονότι οι συνθήκες διαβίωσής της είναι δυσχερείς, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, η 86χρονη, πάμφτωχη γυναίκα, δώρισε τα χρήματα που κληρονόμησε, στους ανθρώπους που την βοηθούν να τα βγάλει πέρα όλα αυτά τα χρόνια. Οι φίλοι της Μαρίγια ζουν σε ένα γειτονικό χωριό, σε απόσταση δύο ωρών με τα πόδια από το καλύβι της. Την επισκέπτονται, όμως, πολύ συχνά για να της δώσουν τρόφιμα και ξύλα για τη σόμπα της. Όπως η ιδία είπε: «Δεν χρειάζομαι χρήματα, για αυτό τα χάρισα. Αυτοί, τα έχουν ανάγκη. Η σύνταξή μου των 8.000 δηναρίων (65 ευρώ) μου αρκεί».

Αυτό το γεγονός αποτελεί μία πρόκληση γι’ αυτήν την εποχή –και όχι μόνον γι’ αυτήν. Είναι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων, η  τοποθέτησή τους σε ορθές βάσεις και ο εξανθρωπισμός του ατόμου μέσα από την καλλιέργεια μιας ουσιαστικά απελευθερωτικής συνείδησης. Μιας συνειδητότητας που αρνείται το χρήμα, τον πλουτισμό και την κατανάλωση, την εξουσία και την ανοϊκότητα που αυτά επιφέρουν και που προκαλούν στους ανθρώπους την ανικανότητα επαφής με αυτά που πραγματικά αποτελούν την ουσία και το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης επάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Άλλωστε, η ανθρωπιά δεν είναι επάγγελμα, δεν είναι όργανο αυτοπροβολής και επιτυχίας και δεν χρειάζεται διαφημίσεις. Είναι απάρνηση, που πολλές φορές γίνεται αυταπάρνηση. Πρέπει πολλά ν’ αρνηθείς, για να κερδίσεις τα ουσιωδέστερα. Αλλά δεν είναι και παθητική κατάσταση. Αντιθέτως, αποτελεί μορφή αδιάκοπης δράσης, στάσης και ανιδιοτελούς προσφοράς.

Δημοσιεύθηκε από Μ.

Έλλειμμα και πλεόνασμα ανθρωπισμού

Categories
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

TTIP : Μετασχηματίζοντας την κοινωνία-γιγαντοεταιρεία

Απ’ ότι φαίνεται, βρισκόμαστε στον τελικό δρόμο για τη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ με επίκεντρο το εμπόριο. Η TTIP (Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση, μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ), αποτελεί τη συνέχεια προηγούμενων εμπορικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί σε προγενέστερους χρόνους μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ και άλλων χωρών. Αυτό, όμως, που την κάνει να ξεχωρίζει επικίνδυνα είναι ότι δεν αποτελεί απλά μια ακόμη διακρατική, με την ευρεία έννοια, συμφωνία, αλλά θέτει νέους κανόνες σε νομικό και διακρατικό επίπεδο, όπου όλη την εξουσία και τυπικά την κατέχουν και τη νέμονται οι πολύ μεγάλες και ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες.

Την ίδια περίοδο, συντονισμένα, τρέχουν και άλλες εμπορικές διαπραγματεύσεις για συμφωνίες μεταξύ διαφόρων χωρών και ενώσεων κρατών, όπως η CETA (Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία, μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά), η TiSA (Εμπορική Σχέση για την Συμφωνία Υπηρεσιών, μεταξύ πολυάριθμων μερών) και η TPP (Διηπειρωτική Εταιρική Σχέση, μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και διαφόρων ασιατικών χωρών).

Οι κυρίαρχοι, πάντοτε με βάση τα συμφέροντά τους, προχωρούσαν σε υπογραφή συμφωνιών μεταξύ κρατών ή διαμόρφωναν ενώσεις με επίκεντρο τις οικονομικές σχέσεις. Πληθώρα τέτοιων συμφωνιών και σχέσεων υπάρχουν στην οικονομική ιστορία, οι οποίες καθορίζουν –οι περισσότερες σημαντικά– τις τύχες των ανθρώπων. GATT, NAFTA, ΠΟΕ αλλά και ΕΟΚ, ΕΕ, ΚΑΠ αποτελούν ένα μικρό δείγμα τέτοιων προσπαθειών από τους ισχυρούς που διαμορφώνουν το πλαίσιο και τους κανόνες του παιχνιδιού. Συμφωνίες που, όπως δείχνουν οι στατιστικές, μεγάλωσαν το χάσμα και την ανισορροπία μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων σε πολλαπλό επίπεδο, είτε διακρατικά και ενδοεπιχειρηματικά είτε μεταξύ των ανθρώπων. Να επισημανθεί, σε αυτό το σημείο, ότι οι διαπραγματεύσεις για την συμφωνία μεταξύ των επιτετραμμένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Κονγκρέσσου ξεκίνησαν στα μέσα του 2013, υπό καθεστώς απόλυτης μυστικότητας. Ενημέρωση ουσιαστικά δεν υπήρξε για τους ευρωβουλευτές ή τους αρμόδιους υπουργούς των κρατών-μελών, αντίθετα, οι μεγάλες εταιρείες είχαν από την πρώτη στιγμή άμεση και υπεύθυνη ενημέρωση, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούν αν δεν ζητηθεί η δική τους γνώμη για κάθε θέμα ξεχωριστά.

Στην παρούσα χρονική στιγμή, οι οικονομικοί αναλυτές εμφανίζουν τις τρέχουσες συζητήσεις κυρίως ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ, Καναδά και Ιαπωνία, ως την προσπάθεια να παρακάμψουν και να φρενάρουν την ισχυροποίηση της Κίνας. Δεν γνωρίζουμε εάν αυτός είναι ο πραγματικός τους στόχος ή εμφανίζουν μια κατασκευή για να κάμψουν τις αντιστάσεις, αλλά όπως και να ’χει οι πολυπόθητες συμφωνίες είναι κάτι πολύ παραπάνω από εμπορικές. Μετασχηματίζουν την σύγχρονη λειτουργία του κράτους, όπως αυτή δρούσε μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, στη συμφωνία της TPP (που έχει δει το φως της δημοσιότητας, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες) δίνεται η εξουσία στις πολυεθνικές εταιρείες έναντι των κρατών. Αν, λόγου χάρη, μια κυβέρνηση πάρει μέτρα τα οποία θίγουν τα συμφέροντα μιας πολυεθνικής που δραστηριοποιείται στη χώρα, τότε η εταιρεία έχει δικαίωμα να σύρει το κράτος σε διεθνή δικαστήρια, πετυχαίνοντας είτε αναίρεση της απόφασης είτε αποζημιώσεις. Το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση που μια εταιρεία προκαλέσει περιβαλλοντική καταστροφή. Οι κυβερνήσεις δεν θα έχουν το δικαίωμα να παύσουν την λειτουργία της πολυεθνικής, ενώ παρόμοιο περιεχόμενο αναμένεται και στην ΤΤIP και CETA. Σύμφωνα με τη Greenpeace, σε ό,τι αφορά τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους (ISDS), «διαιτητικά δικαστήρια θα δίνουν τη δυνατότητα στις εταιρίες να ασκούν αγωγές δισεκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση, όταν κρίνουν ότι τα κράτη παραβιάζουν τους κανόνες της TTIP». Η μέχρι τώρα κρατική διαχείριση υποθέσεων που αφορούσαν περιβαλλοντικές υποθέσεις ή εταιρικές παρανομίες, έστω και θεωρητικά άφηνε ένα παράθυρο εναρμόνισης με διεθνείς συμβάσεις προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των όντων. Αυτές τώρα υποβαθμίζονται ως προς την ισχύ τους και μπαίνουν σε επαναδιαπραγμάτευση της χρήσης και επίκλησης τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κυριαρχία αποφασίζει στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή να μεταβιβάσει εξουσίες και αρμοδιότητες σε φορείς, που η ίδια έχει δημιουργήσει για να εκτελέσουν τις αποφάσεις και επιταγές της.

Κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί ότι και σήμερα, οι πραγματικοί εξουσιαστές είναι οι ισχυροί τραπεζίτες και οι πολυεθνικές κολοσσοί, που έχουν τους διαχειριστές των υποθέσεων τους μέσα στα κοινοβούλια εθνικά ή υπερεθνικά και στις διεθνείς επιτροπές. Πράγματι έτσι είναι, όπως και το γεγονός ότι η δημιουργία των εθνών-κρατών, εκτός όλων των άλλων, αποτελούσαν και πόθο των εμπόρων για να δημιουργήσουν ευρύτερες αγορές για τα προϊόντα τους.

Έτσι, από την εθνική, στην υπερεθνική και την παγκοσμιοποιημένη αγορά, με κυρίαρχο σύνθημα το «ελεύθερο εμπόριο», διαμορφώνεται ακόμη μια επιπλέον κατάσταση που τη διαφοροποιεί από τις προηγούμενες στο εξής: δεν μπορεί κάποιο κράτος να αρνηθεί για παράδειγμα στην κάθε Monsanto να διακινεί προϊόντα της μέσα στην επικράτεια του, αφού η ΕΕ θα έχει συνάψει ευρύτερη και γενικότερη διατλαντική συμφωνία. Και σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε, ότι το κυρίαρχο σύστημα βρήκε τον τρόπο να παρακάμψει τις αποφάσεις των εθνικών κρατών. Οπότε και οι εγχώριοι διαχειριστές θα νίπτουν τα χείρας τους και οι πολυεθνικές δεν θα χρειάζονται να «πείθουν» κάθε κράτος ξεχωριστά. Η κατάργηση των ευρωπαϊκών κανονισμών για την ασφάλεια των τροφίμων αποτελεί προτεραιότητα των αμερικάνικων επιχειρηματικών λόμπι στις διαπραγματεύσεις για το TTIP, μιας και η αμερικάνικη νομοθεσία δεν είναι τόσο αυστηρή όσο η ευρωπαϊκή, ως προς τα πρότυπα που ακολουθούνται. Από την πρώτη στιγμή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωσε ρητά ότι θα χρησιμοποιήσει τις διαπραγματεύσεις του TTIP για να βάλει στο στόχαστρο τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που θέτουν φραγμούς στις αμερικανικές εξαγωγές τροφίμων και ειδικά τους κανονισμούς για την ασφάλεια των τροφίμων. Περίπου το 70% όλων των μεταποιημένων τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμάρκετ περιέχουν πλέον γενετικά τροποποιημένα συστατικά, εν αντιθέσει με την ευρωπαϊκή αγορά που όσα έχουν κάποιο γενετικά τροποποιημένο συστατικό πρέπει να φέρουν σαφές διακριτικό σήμα. Πάνω από το 90% του βοδινού κρέατος στις ΗΠΑ παράγεται με τη χρήση βόειων αυξητικών ορμονών, οι οποίες έχουν συνδεθεί με διάφορα είδη καρκίνων στον άνθρωπο, παρ’ ότι οι περιορισμοί της ΕΕ στην εισαγωγή τέτοιου κρέατος υπάρχουν από το 1988.

Επί πρόσθετα, στις ΗΠΑ οι παραγωγοί κοτόπουλου και γαλοπούλας απολυμαίνουν με χλώριο τα πουλερικά προτού τα πωλήσουν στους καταναλωτές –μια πρακτική απαγορευμένη τυπικά από το 1997 στην ΕΕ. Και πάλι, η κυβέρνηση των ΗΠΑ εναντιώθηκε σε αυτή την απαγόρευση μέσω του ΠΟΕ και οι αμερικανικές εταιρείες ζητούν τώρα την άρση της μέσω του TTIP. Η παράθεση αυτών των παραδειγμάτων δεν γίνεται, ασφαλώς, στη βάση της ανάδειξης μιας ποιοτικά διαφοροποιημένης στάσης της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ, –άλλωστε ουκ ολίγα είναι τα διατροφικά σκάνδαλα που έχουν πλήξει και πλήττουν την ευρωπαϊκή αγορά– αλλά για την αποτύπωση μιας κατάστασης που υπάρχει και την οποία οι ΗΠΑ όχι μόνο εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους εδώ και δεκαετίες κανονισμούς που επιτρέπουν να κυκλοφορούν σκουπιδοτροφές, αλλά προσπαθούν, επί πλέον, να κάνουν «εξαγωγή» αυτών των κανονισμών. Έτσι, οι αδύναμοι οικονομικά τρέφονται με σκουπιδοτροφές και οι μεσαίοι και άνω με βιολογικά. Παρόμοια τακτική ακολουθείται και σε ζητήματα περιβάλλοντος, φυτοφαρμάκων και χημικών σκευασμάτων. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλά φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ, αλλά απαγορεύονται στην ΕΕ. Το 2012 εντοπίστηκαν μεγάλες ποσότητες καλαμποκιού που είχαν μολυνθεί με τη δηλητηριώδη ουσία αφλατοξίνη Β1. Αυτές θα έπρεπε κανονικά να εξουδετερωθούν στην Ευρώπη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μεταφέρθηκαν ως τροφή στις ΗΠΑ.

Όμως, ποιό είναι το τυράκι σε αυτές τις διαπραγματεύσεις; Η κατάργηση των δασμών στα προϊόντα που διακινούνται μεταξύ των χωρών αυτών. Αυτό, όμως, ήδη γίνεται για πάρα πολλές χώρες από πολύ παλιά. Γιατί χρειάζονταν μυστικές συζητήσεις, για μια τέτοια απόφαση; Ορισμένοι επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ, θέλοντας να ξεπεράσουν το σκόπελο των αναδυόμενων σημαντικών παικτών όπως Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία που συναποφασίζουν στα πλαίσια του ΠΟΕ, αποφάσισαν να προβούν σε νέους μηχανισμούς εμπορικής διαχείρισης, όπως τα TTP, CETA κλπ. Να τονιστεί ότι η (πρώην ΕΟΚ και νυν) ΕΕ έχει θεσμοθετήσει το Γενικό Σύστημα Προτιμήσεων (Generalised System of Preferences-GSP), από το 1971, το οποίο στην ουσία αποτελεί μια μονομερή, από την πλευρά της ΕΕ, προτιμησιακή πρόσβαση (με μειωμένους ή μηδενικούς δασμούς) στην αγορά της για μια σειρά προϊόντων προερχόμενων από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επίσης, το Μάρτιο του 2001, η ΕΕ εγκαινίασε την πρωτοβουλία «Όλα εκτός από όπλα» με την οποία άνοιξε την αγορά της για όλα τα αγαθά (εκτός από όπλα) προερχόμενα από 49 «λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες», τα οποία εισάγονται χωρίς κανέναν φόρο πλέον στις χώρες της ΕΕ. Η απελευθέρωση του εμπορίου και η μείωση του προστατευτισμού έχει ήδη επιτευχθεί από την πλευρά της ΕΕ σε μεγάλο βαθμό, καθώς η πλειοψηφία των εισαγωγών της είτε είναι αφορολόγητες είτε υποβάλλονται σε μειωμένους δασμούς, με το καθεστώς του Γενικού Συστήματος Προτιμήσεων (GSP). Συνεπώς η TTIP είναι για την ΕΕ κάτι πολύ διαφοροποιημένο από μια διατλαντική μη δασμολογική συμφωνία.

Ας δούμε, όμως, ποιες είναι οι συνέπειες μιας άλλης μεγάλης συμφωνίας, για την περίοδο που υπογράφηκε, της ΝAFTA, μεταξύ ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικό. Τότε, οι υποστηρικτές της, θιασώτες του «ελεύθερου εμπορίου» μιλούσαν για μια συμφωνία που θα οδηγούσε στην άνοδο του εμπορίου, την τόνωση της ανάπτυξης, τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας και τη μείωση της παράνομης μετανάστευσης. Ο αμερικάνικος τύπος εξέφραζε το θαυμασμό του για μια «σειρά νέων ευκαιριών και οφελών, που προσφέρει η NAFTA», «με την ιδέα της ωφέλειας για τους καταναλωτές από τη μείωση των τιμών σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων», και «τη δημιουργία πολύ περισσότερων θέσεων εργασίας απ’ αυτές που θα καταστρέψει». Μέχρι τότε, οι εμπορικές συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο τη μείωση των τελωνειακών εμποδίων (φόροι, δασμοί) και την αύξηση των ποσοστώσεων εισαγωγής. Με τη NAFTA, όμως, άλλαζαν τα δεδομένα, τερματιζόταν κάθε εμπόδιο στην «ελεύθερη» διακίνηση των εμπορευμάτων, ενώ σχηματιζόταν ένα πλαίσιο που έδινε τη δυνατότητα να παρακάμπτονται οι εθνικές πολιτικές σχετικά με τις αμοιβές, την ασφάλιση και τα εργασιακά δικαιώματα. Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών, είχε ως συνέπεια την μαζική μετεγκατάσταση βιομηχανιών στο Μεξικό, όπου έβρισκαν φθηνότερα εργατικά χέρια, αμερικάνικες και καναδικές εταιρίες. Ιδιαίτερα μεγάλος ήταν ο αριθμός των βιομηχανιών παραγωγής τροφίμων που εγκατέλειψαν τις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Μεξικό, όχι μόνο για λόγους εργατικού κόστους, αλλά και εξαιτίας των μειωμένων προδιαγραφών ασφαλείας των προϊόντων που ίσχυαν στο Μεξικό σε σχέση με τις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1994 μόνο μια μεξικάνικη εταιρία παραγωγής βοείου κρέατος είχε δικαίωμα εξαγωγής στις ΗΠΑ. Είκοσι χρόνια μετά οι εισαγωγές βοείου κρέατος στις ΗΠΑ, από το Μεξικό και το Καναδά, αυξήθηκαν κατακόρυφα, ωθώντας στη χρεοκοπία χιλιάδες μικρομεσαίους αμερικανούς κτηνοτρόφους.

Παρατηρείται, λοιπόν, ότι οι ΗΠΑ έχουν την εμπειρία μιας παρόμοιας συμφωνίας με την ΤΤΙP, όπου εκμεταλλεύτηκαν τις χαμηλές προδιαγραφές ασφαλείας για τα τρόφιμα που διέθετε το Μεξικό και τώρα διαθέτουν οι ίδιες. Τότε ωφελούνταν από την εισαγωγή, τώρα από την εξαγωγή χαμηλής στάθμης προδιαγραφών. Μετασχηματίστηκε και προσπαθεί να προωθήσει αυτόν τον μετασχηματισμό παγκόσμια. Βεβαίως δεν ήταν μόνον οι αμερικανοί εργαζόμενοι που υπέστησαν τις καταστροφικές συνέπειες από τη NAFTA. Η «απελευθέρωση» των εξαγωγών είχε ως συνέπεια να πλημμυρίσει το Μεξικό από φθηνό αμερικάνικο καλαμπόκι, που αποτελεί τη βάση της διατροφής του πληθυσμού και οδήγησε σε αποσταθεροποίηση της αγροτικής οικονομίας της χώρας. Εκατομμύρια αγρότες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις καλλιέργειες τους για να γίνουν εργάτες γης με πολύ μικρότερο εισόδημα ή να αναζητήσουν την «τύχη» τους, στις ΗΠΑ.

Αυτές οι παρεμβάσεις στις τοπικές οικονομίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τις επισιτιστικές κρίσεις που ξεσπούν κατά διαστήματα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1997 η Ινδία αναγκάστηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να σταματήσει μια σειρά από εσωτερικά επισιτιστικά της προγράμματα, για λόγους «προστασίας του ανταγωνισμού» και την εξάπλωση της «ελεύθερης αγοράς». Ο σκληρός πυρήνας της έννοιας της ανάπτυξης έχει να κάνει πάντα με το δυτικό σύστημα αξιών και τη διαμόρφωση ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που οι θεσμοί διακυβέρνησής του οδηγούν νομοτελειακά σε γιγαντιαία κέντρα εξουσίας.

Σε ένα, λοιπόν, οικονομικά και πολιτικά επίσης, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, που οι οικονομικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών τοποθετούνται στο πλαίσιο του «ελεύθερου εμπορίου», είναι δεδομένη η διαρκής ισχυροποίηση των μεγάλων εταιριών και η φτωχοποίηση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων. Βρισκόμαστε στη φάση την οικονομικής ομογενοποίησης και οι ήδη εφαρμοσμένες διεθνείς εμπορικές συμφωνίες έχουν δείξει τα αποτελέσματα. Η NAFTA, μετά από είκοσι χρόνια εφαρμογής, εξάγει ασφαλή συμπεράσματα και για τις υπόλοιπες διαφαινόμενες συμφωνίες. Όσο τα αδύναμα κράτη συμμετέχουν σε συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» τόσο τα εμπορικά ελλείμματα αυξάνονται με ταυτόχρονη αύξηση της εξάρτησης από τους δανειστές και ισχυρούς. Η μη χρήση απόλυτων ή συγκριτικών παραγωγικών πλεονεκτημάτων οδηγεί σε αδιέξοδα, αφού η ακολουθία «δυτικών» και σύγχρονων καταναλωτικών προτύπων και μοντέλων επ’ ουδενί ευνοούν χώρες που δεν είναι έντονα βιομηχανοποιημένες σε πολλαπλά επίπεδα. Η δημιουργία αυτού του φαύλου κύκλου, με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην εξαθλίωση, αφού επιβάλλεται η απόκτηση και η χρήση αγαθών, ξένων στη μέχρι τότε καταναλωτικά δομημένη κατάσταση. Εάν για παράδειγμα, σε μια αγροτική κοινωνία σε σύντομο χρονικό διάστημα γίνει μετασχηματισμός των κοινωνικών προτύπων στη βάση των επιταγών των κυρίαρχων, που σημαίνει αγορά και κατανάλωση προϊόντων που κατασκευάζονται από τους ισχυρούς, είναι δεδομένο το διαρκές εμπορικό έλλειμμα.

Αυτή η φαυλότητα δεν λύνεται με τίποτα λιγότερο από τη καταστροφή του κράτους και κάθε τι εξουσιαστικού. Μια καταστροφή που δεν θα γίνει από μόνη της, αλλά και που ταυτόχρονα θα δημιουργήσει λιτές και απλές διατροφικές και ενεργειακές συνήθειες, όσες και οι ανάγκες που έχουμε ως είδος.

Όσο, όμως, ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων είναι ποτισμένος με την κυρίαρχη ιδεολογία, τόσο ο δρόμος που χρειάζεται να διανυθεί είναι μακρύς και ανηφορικός… Είναι ανηφορικός γιατί θα χρειαστεί να γίνει κατανοητό και το ότι η φτωχοποίηση δεν μετράται μόνο με χρηματικές μονάδες που χάθηκαν, αλλά και με την ποιότητα αγαθών και αξιών που χάνονται και που οδηγούν το ανθρώπινο είδος από sapiens σε zombiens…

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 154, Νοέμβριος 2015

Αναδημοσίευση από anarchypress.wordpress.com

Categories
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

«Ο άνθρωπος, ένας κόσμος ομοσπονδιών»

Το παρακάτω απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο του Κώστα Γαλανόπουλου «ο κόσμος όπως είναι!» των εκδόσεων Στάσει Εκπίπτοντες.

Ειναι ανακοινωση που εγινε στο 3ο Διεθνες Συνεδριο του Anarchist Studies Network.

«Ο άνθρωπος, ένας κόσμος ομοσπονδιών»

Η ασυμβατότητα αναρχισμού και ατομικισμού.

Θα ήθελα να ξεκινήσω θέτοντας, μάλλον ρητορικά, το εξής ερώτημα: τι είναι αναρχισμός ; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: ποια είναι η θέση του αναρχισμού στην ιστορία των πολιτικών ιδεών ;

Ειδικότερα, υπάρχει ένας αναρχικός κανόνας με βάση τον οποίο μπορούμε νόμιμα να συμπεριλάβουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένα συστήματα σκέψης ; Κατά καιρούς διάφορες απαντήσεις έχουν δοθεί στο ερώτημα αυτό. Για παράδειγμα, ο κανόνας τον τριών στοχαστών ( Προυντόν , Μπακούνιν , Κροπότκιν) και η αντίρρηση σε αυτόν ότι αποκλείει άλλους σημαντικούς στοχαστές (Μαλατέστα) και ειδικότερα πως δεν συμπεριλαμβάνει γυναίκες (Γκόλντμαν). Επίσης, ο κανόνας της δυτικής παράδοσης που αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό ως ένα σύστημα σκέψης που ξεπηδά μέσα από τη δυτική φιλοσοφική παράδοση, δηλαδή τον Διαφωτισμό. Η αντίρρηση εδώ είναι πως ο κανόνας αυτός παραβλέπει κινήματα και παραδόσεις εκτός Δύσεως που πλούτισαν τον αναρχισμό πολυποίκιλα. Το βασικό όμως, ερώτημα που παραμένει ακόμα συζητήσιμο και εν πολλοίς αναπάντητο είναι το εξής: δεδομένης της ευρέως αποδεκτής άποψης πως ο αναρχισμός αποτελεί τη σύνθεση δυο ρευμάτων σκέψης, του ατομικιστικού και του κοινωνικού ή κολεκτιβιστικού υπάρχει κάποιος τρόπος να ελέγξουμε τη βασιμότητα μιας τέτοιας παραδοχής; Πώς μπορούν δυο τόσο αντίθετα και ασύμβατα συστήματα σκέψης να θεωρηθούν μέρη της ίδιας παράδοσης; Με ποιο τρόπο ο στιρνερικός εγωτισμός και ο κομμουνισμός του Κροπότκιν είναι αμφότεροι αναρχισμός ;

Θα προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά επιχειρηματολογώντας ως εξής: πρώτον, θα υποστηρίξω πως στον πυρήνα όλων των πολιτικών φιλοσοφιών βρίσκεται η ιδέα της ανθρώπινης φύσης. Οι πολιτικές μας ιδέες βρίσκονται και σχηματίζονται με βάση του τι πιστεύουμε πώς είναι ο άνθρωπος. Δεχόμενος αυτό, έπειτα , θα υποστηρίξω πως ο πλέον πρόσφορος τρόπος για να ελέγξουμε τη συμβατότητα ή όχι δύο συστημάτων σκέψης είναι να συγκρίνουμε τις θεμελιακές τους ιδέες περί της ανθρώπινης φύσης. Παραβλέποντας τις όποιες ιδεολογικές εξωτερικές ομοιότητες θα χρειαστεί να κατέλθουμε στα βάθη, στον πυρήνα της σκέψης: στη θεωρία της ανθρώπινης φύσης. Αυτά που θα ανασύρουμε από εκεί θα μας βοηθήσουν να αποφασίσουμε για τη συμβατότητα ή όχι. Εφαρμόζοντας αυτόν τον μεθοδολογικό κανόνα στον αναρχισμό θα προσπαθήσω να δείξω πως το κανονικό/κολεκτιβιστικό/κομμουνιστικό ρεύμα είναι ασύμβατο με το ατομικιστικό και επιπλέον πως θα πρέπει να εξαιρέσουμε το δεύτερο από την αναρχική παράδοση. Αρχικά, θα εξετάσω παράλληλα την λοκιανή και την στιρνερική ανθρωπολογία, προσπαθώντας να δείξω το κοινό φιλοσοφικό σημείο από το οποίο και οι δύο εκκινούν. Έπειτα αφού παρουσιάσω την αναρχική θεωρία της ανθρώπινης φύσης θα δείξω πως όχι μόνο οι δύο είναι ασύμβατες αλλά και αλληλοαποκλειόμενες.

Η μοντέρνα εποχή ξεκινά, μεταξύ άλλων , και με αυτή την αξαιρετικά κρίσιμη σκέψη : εγκαταλείπει την αρχαία και μεσαιωνική αντίληψη του ανθρώπου ως οργανικού και αναπόσπαστου μέρους του συνόλου, είτε αυτή είναι η πόλις είτε η κοινότητα είτε η χριστιανοσύνη. Από εδώ και στο εξής, και εκκοσμικεύοντας την προτεσταντική αντίληψη περί της ατομικής και αυτόνομης σχέσης του ατόμου με το θείο, το εναρκτήριο σημείο αναφοράς είναι πλέον το άτομο. Η ανθρωπολογία του Λοκ θέτει το επιχείρημα εμφατικά και με αυτό αρχίζει η καινούρια εποχή στην πολιτική φιλοσοφία: η (πολιτική) κοινωνία δεν είναι ένα οργανικό όλον, αλλά η εθελοντική ένωση ατόμων των οποίων η πράξη συγκροτεί το κοινωνικό (πολιτικό). Επιπλέον, το άτομο θεωρείται αυτόνομο υπό την εξής έννοια: γύρο από αυτό σχηματίζεται μία σφαίρα εντός της οποίας κανείς, ούτε καν η κρατική εξουσίας, δεν έχει το δικαίωμα να εισέλθει. Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, ο Λοκ είναι υποχρεωμένος να υποθέσει το ακόλουθο: αν ο άνθρωπος είναι ατομικότητα , δηλαδή μια αυτόνομη και αδιάρρηκτη σφαίρα, πρέπει να είναι ο ιδιοκτήτης της. Η σφαίρα μου είναι ιδιωτική επειδή είναι δική μου, μου ανήκει. Καθώς αυτή η σφαίρα είμαι εγώ, εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης του εαυτού μου. «Κάθε άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του. Πάνω σε αυτόν κανείς δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα παρά μόνο ο ίδιος». Αυτή είναι μια ανθρωπολογία βασισμένη στην ιδέα της ιδιοκτησίας: «Ο άνθρωπος, όντας κύριος και ιδιοκτήτης του εαυτού του, και των πράξεων ή της εργασίας του, φέρει εντός του το σπουδαίο θεμέλιο της ιδιοκτησίας». Η ιδιοκτησία εδώ γίνεται αντιληπτή πρωταρχικά ως ποιότητες όπως η ζωή και η ελευθερία και έπειτα ως η κατοχή υλικών αγαθών, Φυσικά ο Λοκ για να μην παραδοξολογήσει υποχρεούται να παραδεχτεί πως «ο Θεός έχοντας φτιάξει τον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο που να μην είναι καλό για αυτόν να είναι μόνος του, τον έθεσε κάτω από ισχυρές δεσμεύσεις αναγκαιότητας, άνεσης και ροπής για να τον οδηγήσει εντός της κοινωνίας». Η πρωταρχική αυτή κοινωνία είναι η οικογένεια, με κανένα τρόπο όμως αυτή δεν είναι η πολιτική κοινωνία. Βρισκόμαστε ακόμη εντός της φυσικής κατάστασης, την οποία πρέπει οικειοθελώς να εγκαταλείψουμε και να εισέλθουμε στην πολιτική κοινωνία. Αυτό μπορούμε να το επιτύχουμε μόνο παραιτούμενοι οικειοθελώς από ορισμένα από τα φυσικά μας δικαιώματα, όπως η απόλυτη ελευθερία, και να σχηματίσουμε έτσι την πολιτική κοινωνία, την Κοινοπολιτεία. Ο σχηματισμός της κοινοπολιτείας είναι δυνατός μόνο μέσω της συναίνεσης, μέσω ενός συμβολαίου. Πρέπει να έχουμε κατά νου πως αυτή είναι μια ιδιοκτησιακή θεωρία, έτσι εκκινούμε από το άτομο ιδιοκτήτη, το άτομο που κατέχει τον εαυτό του, και που καταλήγουμε σε μια οικονομικού/εμπορικού τύπου έννοια, αυτή του συμβολαίου.

Ο Στίρνερ ακολουθεί αυτή την παράδοση, κάτι που διακηρύσσει εμφατικά απο τον τίτλο του magnum opus του: Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του! Ακόμη και αν ο εγωιστής του Στίρνερ δεν είναι το άτομο του φιλελευθερισμού, παρόλα αυτά η στιρνερική ατομικότητα δομεί τον εαυτό της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο :«Η δύναμη μου είναι η ιδιοκτησία μου». Όλες οι αφηρημένες ιδέες και η καθολικότητες αυτού του κόσμου, απαιτώντας τη θυσία του εαυτού μου προς όφελος τους, με αποτρέπουν από το να γίνω αυτό που πραγματικά οφείλω να είμαι, με αποτρέπουν από το να γίνω αυτό που πραγματικά οφείλω να είμαι, δηλαδή Εγωιστής. Και γίνομαι Εγωιστής μόνο όταν επανεγκαθιδρύω την εξουσία μου, όντας κύριος του εαυτού μου, ο ιδιοκτήτης μου. Αυτή είναι αναντίρρητα μια ανθρωπολογική θεωρία που επίσης βασίζεται στην ιδέα της ιδιοκτησίας:«Στην έμπρακτη ιδιοκτησία το άτομο προηγείται. Ο εαυτός μου είναι η πρώτη ιδιοκτησία μου». Η στιρνερική ατομικότητα σχηματίζει τον εαυτό της μέσω της δύναμης της, αντιθετικά και ενάντια σε οτιδήποτε εξωτερικό προς αυτήν, είτε πρόκειται για άλλα άτομα είτε πρόκειται για εγκαθιδρυμένες δομές ή ιδέες. Είναι ξεκάθαρο πως ο Στίρνερ δέχεται την ιδέα της αδιάρρηκτης σφαίρας γύρω από το άτομο και μάλιστα με πολεμική διάθεση, σπρώχνοντας την ιδέα στις ακρότατες συνεπαγωγές της : « Κράτησε και πάρε αυτό που σου χρειάζεται. Έτσι, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων έχει κηρυχθεί και εγώ μόνο αποφασίζω τι θα γίνει δικό μου». Ακόμη και ο Στίρνερ όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα της πρωταρχικής κατάστασης της ύπαρξης, δηλαδή την οικογένεια. Έτσι, υποχρεούται να υποστηρίξει πως το άτομο οφείλει να διακόψει τους οικογενειακούς δεσμούς εισερχόμενος στην ανδρική ηλικία, ως ενήλικας, ως ένας αληθινός πλέον Εγωιστής. Σε αυτό το στάδιο το άτομο επαναδημιουργεί τους απαραίτητους συλλογικούς δεσμούς μέσω της συμφωνίας, με την οικειοθελή ένωση με τους άλλους, με άλλα λόγια, μέσω ενός συμβολαίου.

Τι είναι ο άνθρωπος ρωτά ο Προυντόν; και απαντά «ο άνθρωπος είναι μια σύνοψη του σύμπαντος»! Και δεν πρέπει να μας ανησυχεί η ποιητική γλώσσα ή ο,τι σε αυτή τη φάση μοιάζει αφηρημένο’ ο Στίρνερ μας περιμένει στη γωνιά, μη το ξεχνάμε’ γιατί ο Προυντόν γίνεται και πιο συγκεκριμένος. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, και μάλιστα ένα ζώο που ζει κοινωνικά. Αντίθετα από ο,τι η Λογική μπορεί να μας επιβάλει ή με το πού μπορεί να μας οδηγήσει η εγελιανή διαλεκτική, πρέπει να σχηματίσουμε την ανθρωπολογία μας χρησιμοποιώντας την μόνη έγκυρη μέθοδο, δηλαδή την επιστήμη και μάλιστα την επιστήμη της βιολογίας. Έτσι, ο άνθρωπος «είναι κοινωνικός από ένστικτο», αλλά καθώς κατέχει ιδιότητες προσήκουσες στο είδος του, όπως η ικανότητα της σκέψης και της λογικής, αν και «κοινωνικός από ένστικτο, κάθε μέρα γίνεται κοινωνικός από σκέψη και επιλογή» Αυτή η σύνοψη του σύμπαντος λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο από ύλη, μια βιολογική μονάδα η οποία υποδέχεται και επανασυνθέτει με τη σειρά της όλα εκείνα τα άπειρα στοιχεία και τις δυνάμεις των οποίων οι διαρκείς συγκρούσεις και επανασυνθέσεις είναι ο υλικός κόσμος. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τους άλλους και με τη σειρά του διαμορφώνει τους άλλους και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται επ’άπειρον.

Οι φυσικές επιστήμες και ειδικά η επιστήμη της βιολογίας είναι επίσης τα εργαλεία που χρησιμοποιεί και ο Μπακούνιν για να κατανοήσει το τι είναι ο άνθρωπος. Παρόμοια με τον Προυντόν θεωρεί τον άνθρωπο απλώς ένα ζώο, ανάμεσα στα υπόλοιπα ζώα του πλανήτη. Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, και διαμορφώνεται και ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, τις φυσικές δηλαδή αναγκαιότητες που καθορίζουν όλη του τη βιολογική ύπαρξη. Τι μπορεί, όμως, αυτός ο αδιαπραγμάτευτος νατουραλισμός να μας πει για την αδιαφιλονίκητη μοναδικότητα κάθε προσώπου; «Ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου προϊόν του περιβάλλοντος που τον έθρεψε και τον μεγάλωσε ένα αναπόφευκτο, αθέλητο και συνεπώς ανεύθυνο προϊόν[…..] η ατομική του φύση είναι καθορισμένη από έναν άπειρο αριθμό περιστάσεων και συνθηκών, οι οποίες προηγούνται από την εμφάνιση της θέλησης του, και η οποία με τη σειρά της καθορίζει τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα του να αποκτά και να αφομοιώνει αισθήματα, ιδέες και συνειρμούς που δουλεύτηκαν από αιώνες ανάπτυξης και μεταβιβάστηκαν στον καθένα ως κοινωνική κληρονομιά». Έτσι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας κληρονόμος, ο οποίος με τη σειρά του αφήνει τη δική του κληρονομιά σε αυτούς που θα έρθουν.

Με τον ίδιο τρόπο και ο Κροπότκιν εγκαταλείπει τη μεταφυσική και ζητά τη βοήθεια της επιστήμης: «η φυσιολογική (physiological) μελέτη των φαινομένων της ζωής, της διάνοιας , των αισθημάτων και των παθών [δείχνει] ότι όλα αυτά μπορούν να αναλυθούν σε χημικά και φυσικά (physical) φαινόμενα». Ο άνθρωπος είναι ένα αδιαχώριστο κομμάτι του υλικού κόσμου, ένα ζώο ανάμεσα στα άλλα κοινωνικά ζωικά είδη. Αυτή η κοινωνικότητα δεν είναι παρά ένα βιολογικό δεδομένο, μια βιολογική αναγκαιότητα απαραίτητη στον συλλογικό αγώνα για επιβίωση. Η κοινωνικότητα, και συγκεκριμένα η πρακτική της έκφραση που είναι η αλληλοβοήθεια, διαμορφώνεται με τη σειρά της από τον αργό μετασχηματισμό της κοινωνικής ζωής όπως αυτός εκφράζεται μέσω των εθίμων, των συνηθειών και των τρόπων συμπεριφοράς. Έτσι, κάθε άτομο είναι η συγκεκριμένη προσωποποίηση αυτής της διαρκούς διαδικασίας. Με αυτόν τον τρόπο η ανθρωπολογία του Κροπότκιν συλλαμβάνει τον άνθρωπο επίσης ως κληρονόμο, καθώς, επιπλέον, η δύναμη του εθίμου και της συνήθειας, «κληρονομημένα σε εμάς από τους ανθρώπινους ή μη ανθρώπινους προγόνους μας», ορατή στο αποτέλεσμά της στη συνειδητή εμπρόθετη δραστηριότητα του ανθρώπου δημιουργεί έα υπόστρωμα κινητήριων δυνάμεων, την ασύνειδη ζωή, η οποία παίζει έναν «τεράστιο ρόλο στη ζωή μας καθώς αποτελεί τα τρία τέταρτα της σχέσης μας με τους άλλους».

Ο κοινός τόπος για την ανθρωπολογία των Λοκ και Στίρνερ μπορεί να περιγραφεί με την ακόλουθη φράση: αμφότερες βασίζονται στην ιδέα της ιδιοκτησίας. Ο άνθρωπος, το άτομο ή ο Εγωιστής συλλαμβάνονται ως ιδιοκτήτες. Ιδιοκτήτης υλικών αγαθών, αλλά το πιο σημαντικό, καθώς αποτελεί την εναρκτήρια θεωρητική θέση, ως ιδιοκτήτης του ίδιου του εαυτού. Το να είμαι ο ιδιοκτήτης του εαυτού μου σημαίνει πως μόνο εγώ διαμορφώνω και αναπτύσσω τον εαυτό μου μέσω της γνώσης των θεϊκών νόμων είτε της λογικής είτε μέσο των δυνάμεων μου. Συνεπάγεται πως γύρο μου σχηματίζεται μια σφαίρα, ένας περιμετρικός φράχτης, εντός του οποίου εξασκώ τα ιδιοκτησιακά μου δικαιώματα και τον οποίον ουδείς δικαιούται να παραβιάσει. Ακολούθως, η αξία που πρωτίστως εκτιμάται είναι η προσωπική αυτονομία του ατόμου, είτε πρόκειται για την λοκιανή αυτόνομη ατομικότητα είτε για τον στιρνερικό εγωισμό. Πάνω σε αυτό βασίζεται τόσο ο λοκιανός ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, με την επιφυλακτικότητα του απέναντι στην κρατική εξουσία, όσο και ο στιρνερικός εξτρεμιστικός εγωισμός με την απόλυτη του εχθρότητα απέναντι στο Κράτος. Επιπλέον, καθώς και οι δύο θεωρούν ότι υπάρχει μια κατάσταση προπολιτική/προσυλλογική ‘ στον Λοκ η φυσική κατάσταση προηγείται της Κοινοπολιτείας, στον Στίρνερ το άτομο δεν είναι πλήρως Εγωιστής παρά μόνο με την ωριμότητα και τη χρήση των δυνάμεων του- συνεπάγεται πως ο σχηματισμός του πολιτικού/συλλογικού δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μίας τεχνικής, τεχνητής διαδικασίας. Για τον Λοκ οι άνθρωποι σχηματίζουν την Κοινοπολιτεία μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας και της συναίνεσης, για τον Στίρνερ οι Εγωιστές μόνο οικειοθελώς μπορούν να συσχετιστούν μεταξύ τους. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι πως αμφότερες αυτές οι διαδικασίες συλλαμβάνονται με καθαρά οικονομικούς όρους. Δηλαδή, πρόκειται για ιδιοκτήτες που ανταλλάσσουν μέρος των κτήσεων τους με σκοπό είτε να κερδίζουν κάτι είτε επεκτείνουν τα κτητικά τους δικαιώματα, να ωφεληθούν από αυτή την εμπορικού τύπου ανταλλαγή ή επέκταση.

Ζητώντας ένα σύστημα σκέψης του οποίου οι θεωρητικές απαρχές να είναι ασύμβατες και επιπλέον ξεκάθαρα εχθρικές προς αυτήν την ιδιοκτησιακή ανθρωπολογία, θα πρέπει να στραφούμε στον αναρχισμό. Ο άνθρωπος στον αναρχισμό δεν είναι παρά ένας κληρονόμος των συλλογικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας, κληρονόμος που επαναδιατυπώνει και επανορίζει με τη σειρά του αυτά που λαμβάνει, στέλνοντας τα πίσω στο όλον. Την πιο ξεκάθαρη διατύπωση αυτής της ιδέας τη βρίσκουμε στα λόγια του Μπακούνιν :«μόνο όσοι έχουν άγνοια του φυσικού και κοινωνικού νόμου της ανθρώπινης αλληλεγγύης [μπορούν να] φανταστούν πως η αμοιβαία και απόλυτη ανεξαρτησία μεταξύ των ατόμων και των μαζών μπορεί να είναι εφικτή ή ακόμα επιθυμητή». Το να επιθυμείς κάτι τέτοιο σημαίνει πως επιθυμείς την καταστροφή της κοινωνίας, γιατί ολόκληρη η κοινωνική ζωή δεν είναι παρά η συνεχής αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των ατόμων και των μαζών. Κάθε στιγμή , κάθε άτομο …. συνεισφέρει στη παραγωγή της θέλησης των μαζών, όπως επίσης και στη δράση τους, όντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα τους. Η ίδια η ελευθερία του ατόμου πηγάζει από τον τεράστιο αριθμό των υλικών, πνευματικών και ηθικών επιρροών με τις οποίες όλα τα άτομα γύρο του καθώς και η κοινωνία- στην οποία γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει- συνεχώς επιδρούν πάνω του. Το να επιθυμείς να ξεφύγεις από αυτήν την επιρροή στο όνομα μιας υπερβατικής, θεϊκής, απόλυτης και αυτάρκους ελευθερίας σημαίνει το να καταδικάζεις τον εαυτό στην ανυπαρξία… η η αυτονομία, τόσο εκθειασμένη από τους ιδεαλιστές και μεταφυσικούς, και η ατομική ελευθερία νοούμενη έτσι, είναι απλά τίποτα. Στη φύση, όπως και στην ανθρώπινη κοινωνία,η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτή η ίδια η φύση, οτιδήποτε ζωντανό υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση οτι παρεμβαίνει με το πιο θετικό τρόπο … στη ζωή των άλλων». Η ανθρωπολογία του αναρχισμού δεν αφήνει χώρο για μια ιδιοκτησιακή σύλληψη του ανθρώπου. Έπεται πως καθώς δεν υπάρχει οποιουδήποτε τύπου ατομικότητα δεν γίνεται δεκτός ο τεχνητός σχηματισμός της πολιτικής κοινωνίας. Ο Προυντόν για να ορίσει τον άνθρωπο ως κοινωνική ύπαρξη ακολουθεί τον Αριστοτέλη: ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικό. Η πρωταρχική κατάσταση της ύπαρξης του είναι η πολιτεία, δηλαδή η κοινωνία. Με βάση αυτά, ο αναρχισμός απορρίπτει οποιαδήποτε αντίληψη μιας πρωταρχικής- προπολιτικής, άρα προκοινωνικής- φυσικής κατάστασης και- το πλέον σημαντικό-κάθε ιδέα μιας συμβολαιικής θεωρίας σχηματισμού του πολιτικού. Αλλά, η πιο σημαντική συνεπαγωγή μιας τέτοιας ανθρωπολογίας, η οποία διαφοροποιεί τον αναρχισμό από το σύνολο σχεδόν της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης και δομεί τη θεωρητική και φιλοσοφική του ιδιοσυστασία, είναι η ακόλουθη : ο αναρχισμός όχι μόνο αρνείται και απορρίπτει οποιαδήποτε αντίληψη της δομικής έντασης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, αλλά βρίσκει μια τέτοια ιδέα ως καθαρή ανοησία, ως αδιανόητη.

Η απόρριψη του δυϊσμού αυτού αρκεί για να διαφοροποιήσει τον αναρχισμό από τις ατομικιστικές θεωρίες,ειδικά από εκείνη του στιρνερικού εγωισμού. Οι εξωτερικές ομοιότητες, όπως ο αντικρατισμός , δεν αρκούν για να συμφιλιώσουν τις δυο παραδόσεις. Γιατί, ο αντικρατισμός του Στίρνερ θεμελιώνεται στην ιδέα της ατομικής αυτονομίας, στην ακραία της μορφή του εγωισμού, ενώ του αναρχισμού στην κοινωνικότητα και στην αμοιβαιότητα, δηλαδή στην αλληλεγγύη και στην αδιαπραγμάτευτη ισότητα.
Ο αναρχισμός δεν είναι-και δεν μπορεί να είναι , αλλά ούτε και οφείλει να είναι – τα πάντα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος , θεωρητικός, φιλοσοφικός η άλλος , που να μας αποτρέπει από το να συμπεριλαμβάνουμε ή να εξαιρούμε από αυτόν ό,τι θεωρούμε σωστό πως πρέπει. Το επιχείρημά μου είναι πως πρέπει να διαθέτουμε και να χρησιμοποιούμε ένα εργαλείο που να μας επιτρέπει να διευκρινίζουμε τι είναι και τι δεν είναι ο αναρχισμός. Ένα από τα πλέον πρόσφορα εργαλεία για αυτό είναι οι θεωρητικές συνεπαγωγές της ανθρωπολογικής θεωρίας του αναρχισμού. Η υπέροχη φράση του Κροπότκιν – ο άνθρωπος ως ένας κόσμος ομοσπονδιών- μπορεί να χρησιμεύσει ως υπογράμμιση αυτής της ανθρωπολογίας. Οφείλουμε, έτσι, να διαχωρίσουμε τον αναρχισμό από τον στιρνερικό ατομικισμό, όπως οφείλουμε να υποβάλουμε τα σέβη μας και να αναγνωρίσουμε το χρέος μας στην στιρνερική σκέψη. Καθώς, και σύμφωνα με τον Προυντόν :«η φράση ‘‘σε ξεπλήρωσα, δεν σου χρωστώ τίποτα πλέον‘‘ είναι εξαιρετικά απεχθής».