Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οργάνωση ενάντια στην παρέα

Το κείμενο που ακολουθεί, πρωτοδημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος της θεωρητικής επιθεώρησης Κοινωνικός Αναρχισμός που εκδίδουν οι ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ. Ευχαριστούμε του συντρόφους-ες των εκδόσεων για την αποστολή του κειμένου.
Οργάνωση ενάντια στην παρέα
η διαδικασία της υπεραυτονόμησης και οι δομικές αδυναμίες μιας αναρχικής συλλογικότητας

του Αντώνη Δρακωνάκη

«Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας πιστεύουμε ότι η έλλειψη
κοινωνικών προσβάσεων είναι αυτή που μας κάνει ακίνδυνους για την
κρατική εξουσία. Γιατί την κοινωνική επανάσταση δεν θα την κάνουμε
εμείς και η παρέα μας, αλλά το σύνολο των εκμεταλλευόμενων,
κάνοντας το αναρχικό όνειρο πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι
όποιος δεν βλέπει την αναγκαιότητα υποδομής και οργάνωσης του
χώρου -με παράλληλα επιλεγμένα χτυπήματα ενάντια στο
κράτος- ασυνείδητα και με μια δογματική και κοντόφθαλμη πρακτική,
δημιουργεί εμπόδια για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος
στην Ελλάδα και μετατρέπει σε καθημερινό εφιάλτη το αναρχικό όνειρο».[1]

Είναι αλήθεια ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και λόγω των μικρών ηλικιών που επικρατούν στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, η διαδικασία με την οποία σχηματίζεται και λειτουργεί μια α/α συλλογικότητα, λαμβάνει χώρα με όρους παρέας. Αυτό, σε πρώτο χρόνο, δεν κρίνεται de facto ως αρνητικό· κανείς δεν μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρήσει δυστύχημα τη δημιουργία μιας συλλογικότητας από μια ήδη υπάρχουσα παρέα φίλων που την ίδια στιγμή πολιτικοποιήθηκε σε μια πόλη της επαρχίας ή σε μια γειτονιά της Αθήνας. Δομικά, λοιπόν, η δημιουργία μιας πολιτικής συλλογικότητας βασισμένης, αρχικά, σε σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας, δεν κρίνεται αρνητικά. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο, στην εξέλιξη και διαμόρφωση της ομάδας μέσα στο χρόνο.
Αφού συσταθεί η εκάστοτε συλλογικότητα, αρχίζει η διαδικασία κατασκευής ενός κοινού τόπου μεταξύ των μελών. Τα μέλη της διαμορφώνονται συλλογικά, αναπτύσσουν τον κοινό πολιτικό τους λόγο και οικοδομούν μια συλλογική καθημερινότητα, που τις περισσότερες φορές μετατρέπεται στη «δική τους» πραγματικότητα. Σε αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η πηγή του κακού.
Ελέω μηδενικού άνωθεν ελέγχου (εννοούμε προφανώς τον συλλογικό έλεγχο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης Οργάνωσης ή μιας Ομοσπονδίας), η ομάδα δημιουργεί μια «ολόδική» της αντίληψη για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι που, λόγω της μη δέσμευσής της από οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, γίνεται χρόνο με τον χρόνο και δράση με τη δράση όλο και πιο πραγματική, καθώς παίρνει σάρκα και οστά ως συλλογικά βιωμένη εμπειρία (διαδικασία υπεραυτονόμησης της συνέλευσης). Η αντίληψη αυτή εμφανίζεται ως συνισταμένη διαφόρων παραγόντων όπως τα κοινά διαβάσματα, η κοινή καθημερινότητα, οι κοινές κινηματικές εμπειρίες και, τέλος, η επιρροή των εξεχουσών προσωπικοτήτων κάθε συνέλευσης, που για διάφορους λόγους προμηθεύουν την ομάδα και τα μέλη της με την ορολογία, τις θεωρητικές πηγές και την κεντρική δομή της σκέψης της.
Οι «αόρατοι καπεταναίοι»[2] ή «αγωνιστές με επιρροή»[3], σύμφωνα με τον επιεικέστερο όρο, είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο, σύμφυτο με τις αρχές της συλλογικής οργάνωσης και της ανθρώπινης εξέλιξης (ηλικία, εμπειρία, οξυδέρκεια, υπόβαθρο), πολύ κοντά στη φουκωική μικροφυσική της εξουσίας. Αυτό που το καθιστά πρόβλημα, δεν είναι αυτό καθαυτό το φαινόμενο, αλλά το αφορμαλιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, καθώς και η δυναμική που αποκτά.
Η άτυπη ιεραρχία δεν αντιμετωπίζεται με γκρίνια αλλά με έλεγχο· συλλογικό, δημοκρατικό και πολιτικό, που θα πηγάζει όχι από τη βούληση κάποιων αλλά από την ίδια τη δομή. Η πολιτική επιβούλευση κάποιων συνελεύσεων από συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των προσώπων αυτών αλλά κυρίως της ίδιας της συνέλευσης, του ίδιου του συστήματος λειτουργίας. Μια προσωπικότητα πατάει στο κενό που της αφήνουν οι υπόλοιποι· δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ομάδες, που αν τους στερήσεις ένα-δυο άτομα, φυτοζωούν· κι εδώ ερχόμαστε στο ζήτημα της συσσώρευσης εμπειρικού-γνωστικού κεφαλαίου[4] (ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου στο μικρο-επίπεδο μιας συνέλευσης).
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι «οι αγωνιστές με επιρροή» κατέχουν κάποιου είδους τεχνογνωσία· μια τεχνογνωσία που, αντί να διαχυθεί στη συνέλευση, παραμένει μονοπωλιακά στα χέρια κάποιων ατόμων, που καταφέρνουν να κυριαρχούν σε μια σχέση εξάρτησης. Αυτή η τεχνογνωσία δεν προέρχεται αποκλειστικά από τη ρητορική τους δεινότητα, αλλά από μια διαδικασία άντλησης πνευματικής υπεραξίας: από το συσσωρευμένο εμπειρικό κεφάλαιο ολόκληρης της συνέλευσης το οποίο, κατά την αναδιανομή του, υφίσταται ένα βραχυκύκλωμα.
Πιο απλά, κάθε συλλογικότητα συσσωρεύει μέσα από τις δράσεις και την εμπειρία της ένα εμπειρικό-γνωστικό κεφάλαιο. Αρχικά, το κεφάλαιο αυτό υφίσταται μόνο ως συλλογικό προϊόν· υπάρχει, δηλαδή, ως κεφάλαιο της ομάδας συνολικά, και δεν έχει εξατομικευθεί. Η αδράνεια, όμως, πολλών μελών, ελλείψει συγκεκριμένης στοχοθεσίας και πολιτικών θέσεων σε επίπεδο ομάδας (επιρρίπτουμε τις ευθύνες στη δομή και όχι στα πρόσωπα), σε συνδυασμό με τις έμφυτες ικανότητες των «αγωνιστών με επιρροή», οδηγούν το συσσωρευμένο αυτό κεφάλαιο στα χέρια λίγων, που επωφελούνται έτσι (πολλές φορές χωρίς πρόθεση) από τις δομικές ανισότητες του αφορμαλισμού. Αυτό που χρειαζόμαστε, λοιπόν, δεν είναι η εκδίωξη αυτών των λίγων, αλλά η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα διαμοιράζει ισότιμα το εν λόγω κεφάλαιο σε όλα τα μέλη της συνέλευσης. Ο αφορμαλισμός είναι η ελεύθερη αγορά ενός κινήματος, κι όπου υπάρχει ελεύθερη αγορά υπάρχουν και κεφαλαιοκράτες.
Η διαδικασία της υπεραυτονόμησης που περιγράψαμε νωρίτερα, δεν ανακόπτεται ούτε από τα νέα μέλη μιας συλλογικότητας που λίγο-πολύ αναγκάζονται να αφομοιωθούν από την μικροπραγματικότητα της ομάδας και να επαγρυπνούν για τη διαφύλαξη του πολυπόθητου αυτεξούσιου.
Τα νέα μέλη έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά μια σειρά προβλημάτων: από ένα ήδη εδραιωμένο σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας της ομάδας (ορολογία, ατάκες, εσωτερικό χιούμορ, θέματα ταμπού, πολιτικές αναφορές), μέχρι τον άτυπο (αυθόρμητο) σεβασμό στα πιο επιφανή/ενεργά μέλη της και, εν τέλει, την αποδοχή ή τη σύγκρουση με μια συγκροτημένη αντίληψη της ίδιας της πραγματικότητας ‒ την «πραγματικότητα» της συλλογικότητας που προαναφέραμε.
Επιφορτισμένα να προσαρμοστούν σ’ έναν καινούργιο μικρόκοσμο, δομημένο χωρίς αυτούς, τα νέα αυτά μέλη έχουν τρεις βασικές επιλογές: (α) να προσαρμοστούν στο υπάρχον πλαίσιο και να αποδεχτούν τους κανόνες, (β) να προσπαθήσουν να το αλλάξουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και, τέλος, (γ) να το απορρίψουν και να εγκαταλείψουν την ομάδα. Το πρόβλημα είναι ότι, ανάμεσα στις δυο πρώτες επιλογές, υπάρχει μια εγγενής ανισότητα που, κατά τη γνώμη μας, προκύπτει και πάλι από την έλλειψη δομής.
Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση βλέπουμε ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η ζυγαριά γέρνει προς την πρώτη επιλογή (δεν εξετάζουμε την τρίτη)· ένα νέο μέλος, δηλαδή, προσαρμόζεται αργά ή γρήγορα στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα της ομάδας, χωρίς καν να προσπαθήσει να αμφισβητήσει το υπάρχον πλαίσιο. Αυτό, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανασφάλεια που έχει, όχι μόνο σε σχέση με το αν έχει την ικανότητα να το κάνει αλλά και με το αν έχει κατανοήσει το ίδιο το πλαίσιο· αν έχει καταλάβει καλά, δηλαδή, σε τι πάει να αντιπαρατεθεί.
Η εν λόγω ανισότητα έγκειται στη δομική αδυναμία των νέων μελών να αλλάξουν το υφιστάμενο πλαίσιο. Αδυναμία που οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: (α) στη διαφορά ηλικίας νέων και «παλιών», μαζί με ό,τι άλλο αυτή συνεπάγεται, και (β) στη σχετικότητα του πολιτικού πλαισίου της εκάστοτε συλλογικότητας.
Καταρχάς, είναι γνωστό ότι ο «χώρος» αντλεί νέα μέλη σχεδόν αποκλειστικά από μικρές ηλικίες, κυρίως από φοιτητές και νεολαίους. Έτσι, για έναν πιτσιρικά, η διαφορά ηλικίας, εμπειρίας και θεωρητικού υποβάθρου ανάμεσα σ’ αυτόν και τα παλαιότερα μέλη είναι πολύ αισθητή – πρώτα και κύρια από τον ίδιο. Ακόμα, το νέο μέλος, τις περισσότερες φορές δυστυχώς, δεν θα βρει μπροστά του ένα πλαίσιο συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, διαμορφωμένων από ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων που ξεπερνάει τα στενά όρια της συλλογικότητάς του· αντιθέτως, θα έρθει αντιμέτωπο με ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών που συγκροτούν, όπως προαναφέραμε, την πραγματικότητα μιας ομάδας είκοσι ανθρώπων.[5] Η σχετικότητα του αντικειμένου, λοιπόν, το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αμφισβητήσει, απονοηματοδοτεί την ίδια την αμφισβήτηση.
Για να το καταστήσουμε πιο σαφές, η σχετικότητα αυτή έγκειται στην έλλειψη ρητά διατυπωμένων πολιτικών θέσεων και στην (πολιτική) ανευθυνότητα που ευδοκιμεί στις μικρές άγνωστες συλλογικότητες, εν τη απουσία ευρύτερου πολιτικού φορέα με όνομα και αναγνωρισιμότητα. Ως αποτέλεσμα της σχετικότητας αυτής, η οποιαδήποτε κριτική προσκρούει σε μια σχεδόν εθιμοτυπική λειτουργία[6] της εκάστοτε ομάδας που, τις περισσότερες φορές, έχει ως συνέπεια να μην μπορούν να λυθούν πολιτικά οι διαφορές. Ελλείψει συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, καταστατικού κ.λπ., η όποια κριτική γίνεται αποκλειστικά πάνω στην «τακτική» μιας συλλογικότητας και όχι στην αντιστοιχία της τακτικής αυτής με τις θέσεις της. Επίσης, εφόσον η επιτακτικότητα της τάδε ή της δείνα δράσης κρίνεται κάθε φορά μόνο από την αντίληψη ή την όρεξη των ανθρώπων που απαρτίζουν μια συλλογικότητα και δεν καθορίζεται από την ίδια την κοινωνική αναγκαιότητα ή από την βαρύτητα μιας ευρύτερης απόφασης για δράση σε πανελλαδικό επίπεδο, η διαφωνία θα λάβει χώρα με όρους προσωπικής κριτικής εντός της συλλογικότητας και όχι με όρους πολιτικής συνέπειας και κοινωνικής ευθύνης.
Αυτό που υποστηρίζουμε, λοιπόν, είναι ότι οι έξωθεν πιέσεις (στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης) δεν «υποτάσσουν» μια συλλογικότητα αλλά, αντίθετα, τη βοηθάνε να διασαφηνίσει το πολιτικό της πλαίσιο, να πάρει αποστάσεις στα αμφιλεγόμενα σημεία και να πολιτικοποιήσει τις διαφωνίες και τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Από την άλλη, η υπεραυτονόμησή της τη μετατρέπει σε μια παρέα, που επιλύει τις διαφορές της με αποκλειστικό κριτήριο τη συνοχή της και την ποιοτική αντιστοιχία ανάμεσα στις εκάστοτε πολιτικές της φιλοδοξίες και στην απόδοση των μελών της. Σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο, αν μια συλλογικότητα καταφέρνει να πραγματώσει τις πολιτικές της επιθυμίες, ανεξάρτητα από το τι επιτάσσει η πολιτική συγκυρία, πάει καλά. Η δέσμευσή της δηλαδή αρχίζει και τελειώνει στη συνισταμένη των επιθυμιών και των φιλοδοξιών των μελών της.

Συνοψίζοντας

Για παράδειγμα, πέντε συλλογικότητες, που ενίοτε βρίσκονται σε κινηματικές διαδικασίες και συνεργάζονται σ’ ένα πλαίσιο μηδαμινής πολιτικής ευθύνης η μία προς την άλλη (πέρα από την αλληλεγγύη και την αλληλο-υποστήριξη), είναι στην ουσία πέντε διαφορετικές παρέες, με κοινό –πολύ γενικά‒ ιδεολογικό υπόβαθρο[7], που φέρουν και παρατάσσουν κάθε φορά πέντε διαφορετικές πραγματικότητες. Αυτό συμβαίνει, όπως αναφέραμε στην αρχή, γιατί κατά την περίοδο της διαμόρφωσής τους δεν υπήρχε καμία δεσμευτικότητα, καμία ουσιαστική (πολιτική) επικοινωνία και κανένας συλλογικός έλεγχος από κάποιον ανώτερο πολιτικό φορέα (Οργάνωση, Ομοσπονδία), με αποτέλεσμα η θεώρηση της πραγματικότητας να μην «φιλτράρεται» συλλογικά και να μην αμφισβητείται άμεσα από κάποια δύναμη, εκτός από την ίδια τη συλλογικότητα. Η παρέα, έτσι, μεγαλώνει μέσα στον ολόδικό της κόσμο, έρμαιο των φυσικών και κοινωνικών ανισοτήτων που ενυπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, τάξης, βιωμάτων, εμπειρίας, κλίσεων κ.λπ., και μένει να παλεύει μόνη με τους προσωπικούς της δαίμονες. Χωρίς τη συνδρομή ενός πολιτικού φορέα, η μεμονωμένη συλλογικότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως κομμάτι ενός οργανισμού που οικοδομεί την κοινωνική επανάσταση αλλά σαν έναν ξεχωριστό οργανισμό, ο οποίος συνεργάζεται με τους υπόλοιπους βουλησιαρχικά και όχι αναγκαστικά. Ως κομμάτι ενός οργανισμού αναγκάζεσαι να δουλέψεις, προκειμένου να δουλέψει ολόκληρος ο οργανισμός σε μια σχέση αλληλεξάρτησης ενώ, ως ξεχωριστός οργανισμός, αρκεί να επιθυμείς να συνεργαστείς με άλλους σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε ένα πλαίσιο και υπό όρους που κανείς δεν ξέρει πως θα προσδιοριστούν.
Ο αυτόνομος οργανισμός/συλλογικότητα/παρέα, είναι ο βασιλιάς του μικρόκοσμού του. Έχει την περιοχή του, τη στέγη του, τον στρατό του, το συμβούλιό του και την περιφέρεια των φίλα προσκείμενων που γεμίζουν κάθε τόσο τα μπλοκ και τις εκδηλώσεις του. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες μαζί συγκροτούν τον ελληνικό αντιεξουσιαστικό χώρο· έναν αραιοκατοικημένο κόσμο με ισχυρή τυπική ενδοεπικοινωνία, δομημένο πάνω σε μια παράξενη αρχή: ότι ο αφορμαλισμός και οι εσωτερικές συγκρούσεις, που αυτός συνεπάγεται, είναι η βάση της ύπαρξής του, ένα μέσο εσωτερικής συνοχής και αρμονίας.
Κοντολογίς, ο αφορμαλισμός κυριαρχεί ως το αναγκαίο κακό για την αποφυγή θυελλωδών συγκρούσεων εντός του αναρχικού χώρου˙ ως αντάλλαγμα, δηλαδή, για τη διατήρηση μιας φιλίας και μιας ενδοεπικοινωνίας, βασισμένης στην ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ συλλογικοτήτων που συμβιώνουν, προτάσσοντας μια α-χρονική, καταχρηστική ιδεολογική φερεγγυότητα, εις βάρος της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης της εποχής τους.
Η πραγματικότητα της μεμονωμένης συλλογικότητας, η συνολική θεώρηση της για τα πράγματα, που κάποιες φορές δεν είναι παρά η θεώρηση ενός και μόνο ατόμου, η σχετικότητα του πολιτικού της πλαισίου και η υπεραυτονόμησή της λαμβάνουν, μέσα από τον αφορμαλισμό, στοιχεία ολοκληρωτισμού, αλλοτρίωσης και ετερονομίας. Από την άλλη, η οργάνωση σε έναν ευρύτερο αναρχικό πολιτικό φορέα δημιουργεί τους απαραίτητους μηχανισμούς συλλογικού ελέγχου, βάσει αρχών και θέσεων που έχουν αποφασιστεί συλλογικά και δημόσια από το σύνολο των συλλογικοτήτων που θα τον αποτελούν· αφοπλίζοντας, έτσι, δομικά την αυθαιρεσία και την κατάχρηση και εδραιώνοντας την πραγματική αυτονομία κάθε μέρους του σώματος. Υιοθετώντας με λίγα λόγια το πολιτικό πλαίσιο ενός «κοινωνικού αναρχισμού, που γυρεύει την ελευθερία μέσω δομών και αμοιβαίων ευθυνών (…)».[8]
Όσο, λοιπόν, ο αφορμαλισμός συνεχίζει να επιτελεί τον ρόλο της μεθαδόνης, τόσο το ελληνικό αναρχικό κίνημα θα φαντάζει ένα ασθενικό σώμα, που ενσυνείδητα πασχίζει να συντηρήσει τις εξαρτήσεις του. Κι επειδή η ιστορία, κατά πως φαίνεται, με την έως τώρα πρακτική, μεταφέρεται περισσότερο προφορικά, παρά διαβάζεται από την εκάστοτε γενιά, η αντι-οργανωτική εμμονή ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει ο αναρχισμός στην Ελλάδα μια λέξη «πολιτικά και κοινωνικά ακίνδυνη – ένα απλό καπρίτσιο που θα σκανδαλίζει διασκεδαστικά, τους μικροαστούς όλων των εποχών».
Σε καιρούς που το αναρχικό κίνημα, ως το πιο οργανικό κομμάτι του μηχανισμού ανατροπής του υπάρχοντος, πληρώνει το τίμημα για τη στάση του, η δομή δεν εμφανίζεται απλώς ως επιλογή αλλά ως αναγκαιότητα για να παραμείνει ο αναρχισμός μια λέξη πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη.

Σημειώσεις:

[1] Προκήρυξη του 1985, υπογεγραμμένη από επτά αναρχικές συλλογικότητες της Αθήνας

[2] Καρύτσας Γ., Μιχαήλ Μπακούνιν: ο κόσμος και το έργο του, εκδ. Άρδην, σ. 173.

[3] Bookchin M., Εισαγωγικό δοκίμιο, Αναρχικές κολλεκτίβες, Dolgoff S., Διεθνής βιβλιοθήκη, 1982, σ. 39.

[4] «Το σύνολο των διαθέσιμων ή των δυνητικά διαθέσιμων πόρων, που σχετίζονται με τη συμμετοχή σ’ ένα δίκτυο, λιγότερο ή περισσότερο θεσμοθετημένων, βιώσιμων γνωριμιών και σχέσεων αλληλοαναγνώρισης» (μτφρ. δική μας), Bourdieu P. (1980), «Le capital social. Notes provisoires», Actes de la recherche en sciences sociales, n°31, Ιανουάριος, σσ. 2-3.

[5] «Ιδέα σημαίνει το να θέτεις την αλήθεια υπό έλεγχο […], δεν ωφελεί να μιλάμε για ιδέες, όταν δεν υπάρχει παραδοχή μιας υψηλότερης αρχής που να τις ρυθμίζει, μιας σειράς από κανόνες, τους οποίους μπορείς να επικαλεσθείς σε συζήτηση […] όπου δεν υπάρχουν κανόνες, στους οποίους μπορεί ο σύντροφός μας να προσφύγει […] όπου δεν υπάρχει παραδοχή ορισμένων τελικών πνευματικών θέσεων, στις οποίες να μπορεί να αναχθεί μια διαφωνία». Gasset y Ortega, Η εξέγερση των μαζών, Δωδώνη, 2006, σ. 103.

[6] Σε τρόπους, δηλαδή, δράσης και λειτουργίας που η ομάδα υιοθετεί σταθερά και δεν είναι πολύ διατεθειμένη να αλλάξει. Αν το περιγράφαμε με φράσεις, αυτές θα ήταν «εμείς έτσι ξέρουμε», «έτσι λειτουργούμε εδώ», «αυτό πιάνει» και ούτω καθεξής.

[7] Το αναρχικό πρόσημο ανάμεσα σε δύο συλλογικότητες δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τα δύο μέρη έχουν κοινή θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας του· το ίδιο, αντίστοιχα, ισχύει και σε μικρότερη κλίμακα, στην εκτίμηση δηλαδή της κοινωνικής συγκυρίας και την αντίληψη των πολιτικών απαιτήσεων της εποχής. Κατά συνέπεια, κάτω από μια -καταχρηστικά- κοινή ιδεολογική ομπρέλα, χωράνε δυνητικά, τόσες θεωρήσεις και εκτιμήσεις, όσες και οι μεμονωμένες συλλογικότητες.

[8] Bookchin M., Κοινωνικός ή Lifestyle αναρχισμός, Ισνάφι, 2005, σσ. 78-79.
Share this:

πηγη:provo.gr

Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ταξική πάλη ή ταξικό μίσος;

Ένα διαχρονικό κείμενο του Ερρίκο Μαλατέστα από το 1921

Εξέφρασα στο δικαστήριο του Μιλάνου κάποιες ιδέες σχετικά με την ταξική πάλη και το προλεταριάτο που ήγειρον κριτική και κατάπληξη. Καλύτερα να επανέλθω σε αυτές τις ιδέες.

Διαμαρτυρήθηκα αγανακτισμένα ενάντια στην κατηγορία της υποκίνησης μίσους· εξήγησα ότι στην προπαγάνδα μου πάντοτε προσπαθούσα να δείξω ότι τα κοινωνικά κακά δεν εξαρτώνται από την κακία του ενός αφέντη ή του άλλου, του ενός κυβερνήτη ή του άλλου, αλλά μάλλον από τους αφέντες και τις κυβερνήσεις ως θεσμούς· ως εκ τούτου, το γιατρικό δεν βρίσκεται στην αλλαγή των επιμέρους κυβερνώντων, αντ’ αυτού είναι απαραίτητο να καταστρέψουμε την ίδια την αρχή από την οποία οι άνθρωποι κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους· εξήγησα επίσης ότι πάντοτε τόνιζα ότι οι προλετάριοι δεν είναι ατομικά καλύτεροι από τους αστούς, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ένας εργάτης συμπεριφέρεται σαν ένας κανονικός αστός, και μη χειρότερα, όταν βρίσκεται κατά τύχη σε θέση πλούτου και διοίκησης.

Τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώθηκαν, παραποιήθηκαν, μπήκαν κάτω από λάθος οπτική γωνία από τον αστικό τύπο, και ο λόγος είναι ξεκάθαρος. Το καθήκον του τύπου πληρωμένου να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της αστυνομίας και των καρχαριών, είναι να κρύβει την πραγματική φύση του αναρχισμού από το κοινό, και ψάχνει να αποδώσει την ιστορία σχετικά με τους αναρχικούς να είναι γεμάτη από μίσος και καταστροφές· ο τύπος το κάνει αυτό από καθήκον, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συχνά το κάνουν αυτό καλή τη πίστη, από καθαρή και απλή άγνοια. Εφόσον η δημοσιογραφία, που κάποτε ήταν ένα λειτούργημα, παρήκμασε σε απλή δουλειά και μπίζνα, οι δημοσιογράφοι έχουν χάσει όχι μόνο την ηθική τους αίσθηση, αλλά και την πνευματική εντιμότητα τού να αποφεύγουν να μιλάνε για πράγματα που δεν ξέρουν.

Ας ξεχάσουμε τους τσαπατσούληδες συγγραφείς, τότε, και ας μιλήσουμε για όσους διαφέρουν από εμάς στις ιδέες τους, και συχνά μονάχα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τις ιδέες τους, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν φίλοι μας, επειδή στοχεύουν ειλικρινά στον ίδιο στόχο που στοχεύουμε και εμείς.

Η έκπληξη είναι εντελώς στερούμενης ενθουσιασμού σε αυτούς τους ανθρώπους, τόσο πολύ έτσι ώστε θα έτεινα να πιστεύω ότι είναι επιτηδευμένη. Δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι έλεγα και έγραφα αυτά τα πράγματα εδώ και πενήντα χρόνια, και ότι τα ίδια πράγματα έχουν ειπωθεί από εκατοντάδες χιλιάδες αναρχικούς, ταυτόχρονα με μένα και πριν από μένα.

Ας μιλήσω καλύτερα για τη διαφωνία.

Υπάρχουν οι «προοδευτικοί εργάτες», που θεωρούν έχοντας ροζιασμένα χέρια ωσάν να είναι θεϊκά διαποτισμένοι με όλα τα πλεονεκτήματα και όλες τις αρετές· διαμαρτύρονται αν τολμήσετε να μιλήσετε για το λαό και την ανθρωπότητα, αποτυγχάνοντας να ορκιστούν στο ιερό όνομα του προλεταριάτου.

Τώρα, είναι μια αλήθεια ότι η ιστορία έχει κάνει το προλεταριάτο το κύριο μέσο της επόμενης κοινωνικής αλλαγής, και ότι εκείνοι που αγωνίζονται για τη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου όλα τα ανθρώπινα όντα να είναι ελεύθερα και προικισμένα με όλα τα μέσα για να ασκήσουν την ελευθερία τους, πρέπει να βασίζονται κυρίως στο προλεταριάτο.

Καθώς σήμερα η συσσώρευση των φυσικών πόρων και κεφαλαίου που δημιουργήθηκε από τη δουλειά των προηγούμενων και σημερινών γενεών είναι ο βασικός λόγος της υποταγής των μαζών και όλων των κοινωνικών κακών, είναι φυσικό για εκείνους που δεν έχουν τίποτα, και ως εκ τούτου είναι πιο άμεσα και καθαρά ενδιαφερόμενοι να μοιραστούν τα μέσα παραγωγής, να είναι οι κύριοι παράγοντες του απαραίτητου σφετερισμού. Αυτός είναι ο λόγος που απευθύνουμε την προπαγάνδα μας ειδικότερα στους προλετάριους, των οποίων οι συνθήκες ζωής, από την άλλη πλευρά, καθιστούν συχνά αδύνατο για αυτούς να εγερθούν και να συλλάβουν ένα ανώτερο ιδανικό. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί λόγο για τη μετατροπή του φτωχού σε φετίχ μόνο και μόνο επειδή είναι φτωχός· ούτε αυτό είναι ένας λόγος για την ενθάρρυνσή του να πιστεύει ότι είναι εγγενώς ανώτερος, και ότι μια κατάσταση σίγουρα δεν προέρχεται από την αξία του ή η βούλησή του τού δίνει το δικαίωμα να βλάψει τους άλλους όπως οι άλλοι έβλαψαν αυτόν. Η τυραννία των ροζιασμένων χεριών (που στην πράξη εξακολουθεί να είναι η τυραννία των λίγων που δεν έχουν πλέον ροζιασμένα χέρια, ακόμη και αν είχαν κάποτε), δεν θα ήταν λιγότερο σκληρή και κακή, και δεν θα έφερνε λιγότερα διαρκή δεινά από την τυραννία των γαντοφορεμένων χεριών. Ίσως θα ήταν λιγότερο ανοιχτόμυαλοι και περισσότερο βάναυση: αυτό είναι όλο.

Η φτώχεια δεν θα ήταν το φρικτό πράγμα που είναι, αν δεν παρήγαγε ηθική κτηνωδία καθώς και υλικές βλάβες και φυσική φθορά, όταν παρατείνεται από γενιά σε γενιά. Οι φτωχοί έχουν διαφορετικά ελαττώματα από εκείνα που παράγονται στις προνομιούχες τάξεις από τον πλούτο και την εξουσία, αλλά όχι καλύτερα.

Αν η αστική τάξη παράγει τους ομοίους του Τζιολίτι και Γκρατσιάνι και όλη τη μακρά διαδοχή των βασανιστών της ανθρωπότητας, από τους μεγάλους κατακτητές στα μανιώδη και αιμορουφήχτρες μικροαστικά αφεντικά, παράγει επίσης τους ομοίους του Καφιέρο, του Ρεκλύ και του Κροπότκιν, και πολλά από τα άτομα που σε οποιαδήποτε εποχή θυσίασαν τα προνόμια της τάξης τους για ένα ιδανικό. Αν το προλεταριάτο έδωσε και δίνει τόσους πολλούς ήρωες και μάρτυρες για την υπόθεση της ανθρώπινης λύτρωσης, δίνει επίσης τους λευκοφρουρούς, τους σφαγείς, τους προδότες των ίδιων τους των αδελφών, δίχως τους οποίους η αστική τυραννία δεν θα μπορούσε να διαρκέσει ούτε μία μέρα.

Πώς μπορεί το μίσος να υψωθεί σε αρχή δικαιοσύνης, σε ένα φωτισμένο πνεύμα απαίτησης, όταν είναι σαφές ότι το κακό είναι παντού, και εξαρτάται από αιτίες που υπερβαίνουν την ατομική επιθυμία και ευθύνη;

Ας υπάρξει όση ταξική πάλη θέλει κανείς, αν με το ταξική πάλη εννοεί κανείς την πάλη των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές για την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Ότι ο αγώνας είναι ένας τρόπος ηθικής και υλικής εξύψωσης, και είναι η κύρια επαναστατική δύναμη που μπορεί να βασίζεται.

Ας μην υπάρχει μίσος, όμως, επειδή η αγάπη και η δικαιοσύνη δεν μπορούν να γεννηθούν από το μίσος. Το μίσος φέρνει εκδίκηση, επιθυμία να είσαι πάνω από τον εχθρό, ανάγκη να εδραιώσει κανείς την υπεροχή του. Το μίσος μπορεί να είναι μονάχα το θεμέλιο νέων κυβερνήσεων, αν κανείς κερδίσει, αλλά δεν μπορεί να είναι το θεμέλιο της αναρχίας.

Δυστυχώς, είναι εύκολο να καταλάβουμε το μίσος τόσων φουκαράδων των οποίων το σώμα και τα αισθήματα είναι βασανισμένα και μισθωμένα από την κοινωνία: ωστόσο, μόλις η κόλαση στην οποία ζουν φωτίζεται από ένα ιδανικό, το μίσος εξαφανίζεται και μια διακαή επιθυμία πάλης για το καλό όλων παίρνει τα ινία.

Για το λόγο αυτό εκείνοι που μισούν πραγματικά δεν μπορούν να βρεθούν μεταξύ των συντρόφων μας, αν και υπάρχουν πολλοί ρήτορες του μίσους. Είναι σαν τον ποιητή, που είναι ένας καλός και ειρηνικός πατέρας, αλλά τραγουδά για μίσος, επειδή αυτό του δίνει τη δυνατότητα να συνθέτει καλούς στίχους… ή ίσως και κακούς. Μιλούν για το μίσος, αλλά το μίσος τους είναι φτιαγμένο από αγάπη.

Για το λόγο αυτό τους αγαπώ, ακόμα και αν με βρίζουν.

Μετάφραση: Αιχμή
πηγή: aixmi.wordpress.com