Categories
ΑΖΙΜΟΥΘΙΟ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Φασούλι το φασούλι αδειάζει το σακούλι…

Φασούλι το φασούλι
αδειάζει το σακούλι…

«Η Κύπρος ήταν μια ειδική περίπτωση», δήλωσε ο κ. Ρεν, ωστόσο «η επερχόμενη οδηγία θα προϋποθέτει πως επενδυτές και καταθέτες θα συμβάλουν στην περίπτωση αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης μίας τράπεζας».

Οι δηλώσεις του Ο. Ρεν επιβεβαιώνουν όσα είχε πει μετά την απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος είχε τονίσει πως το πρόγραμμα διάσωσης που συμφωνήθηκε συνιστά ένα νέο πρότυπο για την επίλυση τραπεζικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη και άλλες χώρες που μπορεί να χρειαστεί να αναδιαρθρώσουν τους τραπεζικούς τομείς τους.
Κι έτσι ξαφνικά προέκυψε νόμος. Από το 2015, οι καταθέσεις άνω των 100 χιλιάδων θα θεωρούνται επένδυση, με απόφαση του Eurogroup.
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ οι τράπεζες, όχι μόνο δεν είναι χώροι ασφαλούς αποταμίευσης των χρημάτων, όπως φροντίζουν να μας μαθαίνουν από το νηπιαγωγείο κιόλας, αλλά αντίθετα και γιά ποσά άνω των 100χ ευρώ, αποτελούν επενδυτική επιλογή…με ρίσκο. Δηλαδή όταν έχεις κατάθεση πάνω από 100χ ευρώ, τότε θεωρείται ότι έχεις επένδυση, διότι επενδύεις στη τράπεζα που κατέθεσες τα χρήματά σου.
Μπορεί τους περισσότερους από εμάς να μη μας αφορά, και ίσως να μη μας αφορέσει σε καμιά στιγμή στη ζωή μας, αφού ξέρουμε ότι είναι μάλλον απίθανο να καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε τόσα χρήματα, ακόμη κι αν δουλεύουμε αποταμιεύοντας ίσως και …τρείς ζωές.
Όμως η πλάκα, είναι ότι οι αξιωματούχοι αυτοί λένε την αλήθεια. Δηλαδή ότι τα χρήματα που δεν καλύπτονται από τον ευρωπαϊκό νόμο περί καταθέσεων (άνω των 100χ ευρώ), αποτελούν επένδυση, διότι η τράπεζα τα επενδύει, που σημαίνει ότι μπορεί και να τα χάσει.
Τι ακριβώς συμβαίνει;
Πολλοί από εμάς, μέχρι σήμερα πίστευαν ότι τράπεζα είναι ένα «ίδρυμα» εμπιστοσύνης, το οποίο διαχειρίζεται κεφάλαια με τέτοιο τρόπο, ώστε οι κατέχοντες πλεονάζοντα κεφάλαια να τα καταθέτουν ασφαλίζοντάς τα και παίρνοντας πιθανώς και τόκο,
ενώ οι έχοντες ανάγκη από τα κεφάλαια αυτά, να τα δανείζονται έναντι πληρωτέου τόκου.
Ιστορικά μάλιστα, μπορούμε να πούμε πως οι τράπεζες, υπόκεινταν σε περισσότερους κανονισμούς απ’ ότι οι απλές εταιρείες, (π.χ. περιορισμούς στο ανώτατο επιτόκιο δανείων, ή στο επιτόκιο καταθέσεων, ή περιορισμούς στα προϊόντα επενδύσεων), και γι αυτό το λόγο θεωρούνταν από τις πιό ασφαλείς και συντηρητικές επιχειρήσεις. Ιστορικά μάλιστα, μπορούμε να πούμε πως οι τράπεζες, υπόκεινταν σε περισσότερους κανονισμούς απ’ ότι οι απλές εταιρείες, (π.χ. περιορισμούς στο ανώτατο επιτόκιο δανείων, ή στο επιτόκιο καταθέσεων, ή περιορισμούς στα προϊόντα επενδύσεων), και γι αυτό το λόγο θεωρούνταν από τις πιό ασφαλείς και συντηρητικές επιχειρήσεις.
Τα τραπεζικά λόμπυ όμως, εμφορούμενα από κερδοσκοπία, και στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης (βλ. Σηάτλ και WTO- συμφωνία παγκοσμίου εμπορίου), εκμεταλλεύθηκαν τη κατάσταση, πιέζοντας την αμερικανική κυβέρνηση προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή αυτή της παγκοσμιοποίησης.
Το 1999 με τη κατάργηση του νόμου Glass- Steagall (που ουσιαστικά είχε θεσπισθεί γιά να επιβάλλει περιορισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά την οδυνηρή εμπειρία του κραχ του 1929), ο Κλίντον, εξυπηρετώντας τα τραπεζικά λόμπυς, ικανοποιήσε τη ακόρεστη απληστία τους γιά μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους στις τραπεζικές εργασίες, και με τη συμφωνία στο Seattle (το 1999 αν θυμάστε -τότε που κάτι αναρχικοί πιτσιρικάδες τα κάνανε λαμπόγυαλο…), όλα επικυρώθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι συνέπειες
Με την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυξάνεται ο ανταγωνισμός των τραπεζών. Αυτές επεκτείνουν τους τομείς δράσης τους γεωγραφικά και διεθνοποιούνται, καθώς επίσης επεκτείνονται σε προϊόντα κι εργασίες που δεν υπόκεινται πλέον στους παλιούς ελέγχους και κανονιστικούς περιορισμούς, όπως αμοιβαία, παράγωγα, ασφάλιστρα κινδύνου, εμπορεύματα και στοιχήματα, σε ομόλογα δομημένα ή τοξικά.
Φροντίστε να συνηθίζετε στην ιδέα
Γι αυτό και οι Ό. Ρεν και Γ. Ντάισελμπλουμ, προειδοποιούν με αφορμή τη χρεωκοπία του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος, ότι μάλλον σιγά σιγά θα πρέπει να συνηθίζουμε στην ιδέα, ότι οι τράπεζες όχι μόνο δεν είναι τόποι ασφαλούς αποταμίευσης, αλλά επένδυσης. Αντί δηλαδή να περιορίσουν θεσμικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κάνουν το ανάποδο. Προσπαθούν να συνηθίσουν στην ιδέα τους καταθέτες, ότι ο παραγόμενος κι αποταμιευμένος πλούτος τους μπορεί να χαθεί…
Ότι δηλαδή, θα έχουν το δικαίωμα κουρέματος των αποταμιεύσεων των καταθετών τους, σε περίπτωση που οι διοικήσεις των τραπεζών που επέλεξαν ως πελάτες, κάνουν λανθασμένες επενδυτικές επιλογές, ή κακοδιαχείριση. ύτε λίγο ούτε πολύ βάζουμε το λύκο να φιλάει τα πρόβατα…Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι τράπεζες θα αποτελούν μιά μέθοδο απομύζησης πλούτου. Όπως τα διάφορα επενδυτικά σχήματα, που με την δύναμη ρευστότητάς τους, «επενδύουν» στις πιό υγιείς παραγωγικές επιχειρήσεις, αφαιμάζουν το πλούτο τους και τις εγκαταλείπουν πτωχευμένες, έτσι κι εδώ θα ο καταθέτης μένει έρμαιο του τραπεζίτη – εν λευκώ διαχειριστή των χρημάτων του, που ένας θεός ξέρει πως θα τα επενδύσει… και με το γνωστό τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή την αφαίμαξη της περιουσίας του -όπως άλλωστε έχει δείξει η ιστορία.
Μιά ιστορία που από το 1999 δείχνει να βαίνει σε βάρος του καταθέτη μάλλον, παρά προς όφελός του. Όσοι επένδυσαν σε μετοχές, σε αμοιβαία, σε δομημένα ομόλογα, ή ομόλογα τραπεζών ακόμη και στα ομόλογα του δημοσίου, γνωρίζουν καλύτερα αν κέρδισαν ή αν έχασαν. Μοιάζει πλέον με ρουλέττα, που ο καθένας ποντάρει, και στο τέλος ο μόνος κερδισμένος είναι το καζίνο. Νομίζουμε ότι ακόμη και ο πλέον καλόπιστος καταθέτης θα πρέπει ν’ αρχίσει να πονηρεύεται και να αμφιβάλλει γιά το αξιακό του συστήματος που υποστηρίζει.
Είναι προφανής η σκανδαλώδης μεροληψία.
Στην Ελλάδα, οι αποταμιεύσεις είναι διασφαλισμένες από το μνημόνιο. Το μνημόνιο, προέβλεψε την ασφάλεια των καταθέσεων και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, προκειμένου αυτές να μην καταρρεύσουν, συμπαρασυρόμενες από τη πτώχευση του κράτους. Βέβαια η διασφάλιση των καταθέσεων, και η στήριξη των τραπεζών γίνεται από τα λεφτά των φορολογουμένων, δηλαδή όλων μας. Πράγμα γιά το οποίο κανείς δε μας ερώτησε. Γίνεται από το χαράτσι, από τη περικοπή της σύνταξης, από τη μείωση των μισθών, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, από την αποψίλωση της υγείας της εκπαίδευσης και των δημόσιων δαπανών γενικότερα. Μπορεί κάποιος δίπλα μας να πεθαίνει από την στέρηση ενός φαρμάκου γιά το καρκίνο, μπορεί να στερούνται τα παιδιά το κολατσιό τους, να σκουντουφλάμε πάνω στον άστεγο περπατώντας στο κέντρο, να μη φτάνει η σύνταξη του γέρου να ταϊσει τα άνεργα παιδιά του και τις οικογένειές τους, μπορεί ο κόσμος να πεθαίνει στους δρόμους, ότι και να γίμει: οι τράπεζες θ’ ανοίξουν.
Οι τράπεζες θ’ ανοίξουν, γιά να σωρεύσουν τις αποταμιεύσεις δηλαδή το πραγματικό πλούτο που παράγουμε από την εργασία, γιά να τον κάνουν αέρα κοπανιστό, και να κερδίσουν κάποιοι στο city του Λονδίνου, ή στη wall street και οι διαμεσολαβητές τους. Καμία συνομωσία εναντίον του «έθνους», -συμβαίνει ταυτόχρονα σε πολλές χώρες του πλανήτη. Καμία αναπτυξιακή προοπτική ή ορθολογικοποίηση της «οικονομίας», μόνο μέθοδος απομύζησης και συσσώρευσης πλούτου στα διεθνή κέντρα της παγκοσμιοποίησης….
Το άρθρο αυτό, δε φιλοδοξεί να υπερασπισθεί μιά κεϋνσιανή λογική (περισσότερο κράτος-λιγότερη αγορά). Αντίθετα μάλιστα προσπαθεί να αναδείξει μέσα από τις αντιφάσεις, τη πεμπτουσία της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, που είναι η κερδοσκοπία. Ένα σύστημα που συστατικό του στοιχείο έχει το ατομικό όφελος, δε μπορεί παρά αξιακά να διαψεύδει πάντα, τις όποιες κοινωνικές αξίες αναδεικνύει, αφού αυτό σα γαργαντούας γιγαντώνεται τρέφόμενο από τις ίδιες του τις σάρκες, σε βάρος της κοινωνίας που παράγει το πραγματικό πλούτο. Δεν υπάρχει δίκαιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Το μεγάλο ψάρι θα τρώει το μικρό και μάλιστα υπό τις ευλογίες του κράτους.
Απομένει στις κοινωνίες να το καταλάβουν, να το συνειδητιποιήσουν και να το καταργήσουν με το μοναδικό τρόπο που υπάρχει: τη χειραφέτησή τους και την απαγκίστρωσή τους από το κεφαλαιο-κρατικό μοντέλο ζωής, και την αυτοοργώνσή τους από τα κάτω με ισότητα κι ελευθερία.

 

Μάιος 2013