Categories
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνδικαλισμός από “τα κάτω”

Οι αγώνες των εγαζομένων τα τελευταία χρόνια, τα εργασιακά δικαιώματα που συρικνώνονται, οι αδιέξοδες και αναποτελεσματικές τακτικές της ΓΣΕΕ και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, κάνουν επιτακτική την ανάγκη ενός αδέσμευτου συνδικαλισμού «από τα κάτω». Παραθέτουμε τις θέσεις της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε – μέσα από μια συζήτηση που είχαμε με μέλη της, που φωτίζουν μια τέτοια απόπειρα

αρχείο λήψης (1)

  1. Τα τελευταία χρόνια και παρά τη σφοδρή επίθεση του κεφαλαίου στους εργαζόμενους, αυτοί δεν μπόρεσαν να απαντήσουν. Τι φταίει γι’ αυτό;

Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν αγώνες που ανέδειξαν εντυπωσιακά ενδιαφέρουσες διαθέσεις από την πλευρά των εργαζομένων. Ξεκινώντας από την πολύ μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων στις απεργίες και τις απεργιακές διαδηλώσεις της πρώτης περιόδου της κρίσης και της καπιταλιστικής επίθεσης, που καταλήγει σε μία τομή στις 5 Μαΐου του 2010 και φθάνοντας ως τον σημερινό επίμονο αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, θα βρούμε πολλές περιπτώσεις απεργιών και αγώνων που δόθηκαν και δίνονται, στους ΟΤΑ, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, τον χώρο της υγείας, στα ΜΜΕ, στη Χαλυβουργία φυσικά, σε μια σειρά επιχειρήσεων που κλείνουν ή δεν πληρώνουν και πολλούς ακόμα. Υπό αυτή την έννοια, είναι κάπως σχηματικό να πούμε ότι οι εργαζόμενοι δεν απάντησαν. Αυτό που ισχύει είναι ότι, έως τώρα, η απάντηση αυτή δεν είναι αποτελεσματική. Ως προς αυτό, είναι προφανές ότι η πορεία που πήρε το εργατικό κίνημα, όχι μόνο αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια και θα πρόσθετα όχι μόνο στην Ελλάδα, έχουν το σημαντικότερο μερίδιο της ευθύνης. Ειδικότερα η μορφή του κρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί στην Ελλάδα, αποδείχθηκε όχι μόνο ανίκανη να αναπτύξει νικηφόρους αγώνες και να προωθήσει την εργατική αλληλεγγύη, την ενότητα των αγώνων, την κλιμάκωση και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, αλλά επίσης έχει καλλιεργήσει σε μεγάλο βαθμό την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και τη λογική της ανάθεσης μέσα στον ίδιο τον κόσμο της Εργασίας.
Θέση μας είναι ότι παράλληλα με την ανάπτυξη των αγώνων, οφείλουμε στους εαυτούς μας μια μακρά και επίπονη προσπάθεια συγκρότησης διαφορετικών οργανωτικών δομών στο εργατικό κίνημα, που θα καταλήξουν στη συγκρότηση μιας νέας συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, οριζόντιας οργανωτικά, με πραγματικά ομοσπονδιακή και αλληλέγγυα δομή και αντικαπιταλιστικής πολιτικά, που θα διαχωριστεί πλήρως από τη ΓΣΕΕ.

  1. Οι εργαζόμενοι, ειδικά οι νεώτερης ηλικίας, θεωρούν τους «συνδικαλιστές» ειδικά και τον συνδικαλισμό γενικώς, αναχρονιστικό, ξεπερασμένο, αλλά και «βρώμικο». Ποιος ο λόγος αυτής της αντιμετώπισης και ποια η απάντησή σας σε αυτά;

Θα ήταν πραγματικά ανησυχητικό εάν η κοινωνία, ο κόσμος της Εργασίας και  οι νέοι εργαζόμενοι έδειχναν εμπιστοσύνη στον συνδικαλισμό όπως είναι σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε για ημιμαχόμενες γραφειοκρατίες που διασφαλίζουν την ήττα και στη χειρότερη για δομές ευθέως εξαρτημένες από το Κράτος και το Κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συνδικαλισμός στη ρίζα  του δεν είναι αυτό. Ο συνδικαλισμός υπήρξε η άμεση, αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στην ταξική τους καταπίεση, αρχικά στον χώρο δουλειάς τους και τελικά σε όλο το πεδίο της ταξικής πάλης. Η μορφή αυτή οργάνωσης διεφθάρη ιστορικά, σε όλον τον κόσμο, από τις αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας που θέλησε να μετατρέψει την εργατική τάξη σε κοινοβουλευτικό κατοικίδιο, αλλά και τη λενινιστική αντίληψη που θέλει να τον ενσωματώσει σε ένα δικτατορικό πολιτικό σχέδιο τα αποτελέσματα του οποίου βιώθηκαν αρνητικά σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι ο κυρίαρχος συνδικαλισμός είναι πλήρως εξαρτημένος από το Κράτος, ουσιαστικά εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια. Περιπτώσεις ατομικής διαφθοράς και συμμετοχής στην εξουσία προφανώς χειροτερεύουν την εικόνα –και δικαίως.

Το ζήτημα είναι η απαξίωση αυτής της μορφής του συνδικαλισμού να μην έχει ως αποτέλεσμα την αδράνεια. Αυτό δεν είναι εύκολο. Πρέπει οι κινήσεις ενός διαφορετικού συνδικαλισμού να οξύνονται και να ενοποιούνται ώστε αργά – αργά να αρχίσουν να συγκροτούν μια διαφορετική προοπτική για τον κόσμο της Εργασίας. Μια ματιά σε τέτοιες κινήσεις σήμερα στο εργατικό κίνημα θα μας δείξει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έρημο τοπίο. Εχουμε ανάγκη όμως μεγαλύτερο συντονισμό και οπωσδήποτε μερικές πρώτες νίκες που θα λειτουργήσουν ως παράδειγμα.

  1. Απέναντι στον «επίσημο» συνδικαλισμό, αλλά και στον κομματικό τύπου ΠΑΜΕ, ποια είναι η δική σας πρόταση;

Προτείνουμε τη συγκρότηση συνδικαλιστικών δομών σε αντικαπιταλιστική και ελευθεριακή κατεύθυνση, που θα ενοποιούνται στη βάση των αναγκών και της δράσης των εργαζομένων. Αντιλαμβανόμαστε το συνδικάτο ως έναν φορέα που την ίδια στιγμή διεξάγει την καθημερινή πάλη σε όλα τα επίπεδα, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής και ταυτόχρονα προετοιμάζει στο εσωτερικό του τη νέα κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι πλάι στον οικονομικό αγώνα, διεξάγει αγώνα για τα δικαιώματα, αγώνα ενάντια σε κάθε κοινωνικό διαχωρισμό, εθνικό, ρατσιστικό, σεξιστικό ή άλλο, ενώ παράλληλα δοκιμάζει στο εσωτερικό του τις δομές της αλληλεγγύης και της πλήρους ισότητας.
Υπό αυτούς τους όρους, το επαναστατικό συνδικάτο είναι και η μόνη άμεση και ωφέλιμη οργάνωση των εργαζομένων.

  1. Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλες οι απεργίες δεν βρήκαν παρά ελάχιστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη, τόσο από την υπόλοιπη κοινωνία, όσο και από άλλους εργασιακούς χώρους. Πως μπορεί να αναστραφεί αυτό; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να υπάρξει μια επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση;

Η απουσία δομών αλληλεγγύης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος υποσκάπτει την έκφραση έμπρακτης συμπαράστασης στους εργατικούς αγώνες, πόσο μάλλον που από την άλλη πλευρά η φασιστική λογική του «κοινωνικού αυτοματισμού» προωθείται κατά κόρον. Η λογική ωστόσο του κοινωνικού κανιβαλισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνική διεκδίκηση στρέφεται ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία και θα τη βρει απέναντι, δε μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα από μια κοινωνία – σουβλάκι από ηττημένους. Ας μην υπερβάλουμε όμως ως προς την επιτυχία της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αδυναμία που νιώθουν οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν αποτελεσματικά στους αγώνες που αναπτύσσονται και η οποία τους οδηγεί στην αδράνεια και τη μοιρολατρία. Και η απάντηση σε αυτό είναι η οργάνωση της τάξης κατά τρόπο που θα της επιτρέπει να απαντά ενιαία στις επιθέσεις που δέχεται. Αρα, η υπέρβαση του κρατικού και του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί. Είναι απαραίτητος λοιπόν ο συντονισμός και η ομοσπονδοποίηση των δομών που αναπτύσσονται σε επίπεδο χώρων δουλειάς, γειτονιάς, πόλης, μέσα στις οποίες συνενώνονται εργαζόμενοι και άνεργοι, μετανάστες και ντόπιοι.

Ειδικά σήμερα, το μέγεθος της επίθεσης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη κάθε νίκη σε απλό επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο. Χρειάζεται η γενίκευση των απαντήσεων, των στόχων και των σχεδιασμών, έξω από τις συστημικές λογικές της συνδιαλλαγής με το Κράτος και το Κεφάλαιο.

  1. Η απεργία είναι το μοναδικό όπλο στα χέρια των εργαζομένων;

Το όπλο των εργαζομένων είναι ότι στην πραγματικότητα είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο της παραγωγής. Ακόμα και σήμερα, με την επίθεση της κρίσης, είναι τα αφεντικά που εξαρτιόνται από εμάς. Αυτό το όπλο αξιοποιείται με διάφορους τρόπους που για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να περιλαμβάνουν την άμεση δράση και την αλληλεγγύη. Υπό αυτή τη συνθήκη, η απεργία είναι το σημαντικότερο μέσο των εργαζομένων και η Γενική Απεργία το εργαλείο της νίκης τους. Ωστόσο, ελπίζω ότι είναι καθαρός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτή την προοπτική και τις απεργίες της ήττας που προκηρύσσει από καιρό σε καιρό η ΓΣΕΕ, καλλιεργώντας την απογοήτευση και την αδιαφορία.

  1. Η κυβέρνηση σύμφωνα με πληροφορίες θα κατεβάσει νόμο που θα κάνει ακόμα δυσκολότερη τη κήρυξη απεργιών και γενικότερα τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση σε αυτό;

Η «νομιμότητα» των απεργιών υπήρξε ιστορικά μια συνδιαλλαγή του Κράτους και του Κεφαλαίου με τον συνδικαλισμό, προκειμένου να τον ενσωματώσει. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, υπήρξε επιτυχημένη. Οι μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος ωστόσο δε βασίστηκαν στη νομιμότητα, αλλά παρήγαγαν δίκαιο οι ίδιες. Δεν υποστηρίζω ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια ιστορική στιγμή. Το ζητούμενο ωστόσο για το εργατικό κίνημα δεν είναι να παρακαλέσει για τη νομιμοποίηση των μεθόδων του, αλλά να επιβάλει στην κοινωνία τους συσχετισμούς εκείνους που δεν θα επιτρέπουν στο Κράτος και το Κεφάλαιο να πραγματοποιούν τις απειλές και τις επιθυμίες τους.

Τα τελευταία χρόνια, το σύνολο σχεδόν των απεργιακών κινητοποιήσεων κρίθηκε παράνομο από τα δικαστήρια. Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε αν αυτό που εμπόδισε την κλιμάκωση αυτών των αγώνων ήταν οι δικαστικές αποφάσεις ή η απουσία αποφασιστικότητας και δομών ικανών και πρόθυμων να τις υπερβούν.
Δεν θέλω να πω ότι η ποινικοποίηση των αγώνων και των αγωνιστών δεν είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη στην ταξική πάλη. Εντούτοις, το να βασίζουμε τη νομιμοποίηση των αγώνων στο Κράτος είναι μια συνταγή βέβαιης ήττας. Η εργατική τάξη πρέπει να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της στη δυνατότητά της να παράγει δίκαιο. Δεν είναι άλλωστε πολύ μακρινές οι εποχές που εργατικοί αγώνες συνέτριψαν δικαστικές αποφάσεις και νίκησαν.

Στη σημερινή περίοδο της οξυμένης καταστολής μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς και του πογκρόμ απολύσεων, οφείλουμε επίσης να αναζητήσουμε τρόπους προστασίας των αγωνιστών. Κάτι που σημαίνει ότι ένα τμήμα της συνδικαλιστικής δουλειάς οφείλει να γίνεται εκ των πραγμάτων σε συνθήκες παρανομίας και ότι τμήματα των δράσεων βασίζονται στην διεπαγγελματική αλληλεγγύη των εργαζομένων.

  1. Μέσα σε όλη αυτήν την επίθεση του κεφαλαίου και τις συνεχείς ήττες των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, έχουν σημειωθεί κάποιες ρωγμές που μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα κάποιας αντεπίθεσης; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα επιτυχημένων απεργιακών κινητοποιήσεων;

Ανέφερα και προηγουμένως ότι στις σημερινές συνθήκες η απαίτηση για νίκες σε επίπεδο επιχειρησιακό ή μόνο κλαδικό αγγίζει τα όρια της ουτοπίας. Βρισκόμαστε σε συνθήκες ταξικού πολέμου και όχι κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Οι νίκες λοιπόν θα είναι συνολικές ή, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπάρξουν. Ολοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε. Ενας – ένας, θα χάσουμε όλοι, ο καθένας με τη σειρά του. Με αυτό δεν εννοώ ότι οι κλαδικοί αγώνες είναι μάταιοι –κάθε άλλο. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναζητήσουμε άμεσα τους τρόπους περάσματος από το επιχειρησιακό στο κλαδικό και από το κλαδικό στο γενικό, για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να πετύχουμε νίκες. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα επαναλάβω ότι αυτό είναι κυρίως αντικείμενο μιας διαφορετικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, με ελευθεριακές δομές και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Σημειώνω ότι ακόμα και σήμερα, σε μικρές περιπτώσεις όπου αυτό υπήρξε, επιτεύχθηκαν μικρές, μερικές και παραδειγματικές νίκες. Θα επισημάνω για παράδειγμα, την περίπτωση του ΔΟΛ, όπου σε ένα σύνολο 600 απολύσεων που δεν έγινε κατορθωτό να απαντηθούν τα τελευταία τρία μόλις χρόνια, μία από όλες έγινε δυνατό να ανακληθεί. Είναι αυτή ενός εργαζόμενου κούριερ, ακριβώς επειδή το συνδικάτο του λειτούργησε με αυτόν τον υποδειγματικό τρόπο: άμεση δράση, πραγματική αλληλεγγύη και απουσία οποιασδήποτε αυταπάτης ότι ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα αφεντικά είναι εφικτή κάποια διευθέτηση χωρίς μάχη.

Ωστόσο, όσο αυτό το είδος της παρέμβασης δεν αγκαλιάζει μεγάλα κομμάτια της τάξης, σε διεπαγγελματικό και διακλαδικό επίπεδο, οι νίκες αυτές κινδυνεύουν, εκτός από μικρές, να αποδειχθούν και προσωρινές.

  1. Πολλοί στον αναρχικό χώρο, θεωρούν το συνδικαλισμό και ειδικότερα τον αναρχοσυνδικαλισμό ξεπερασμένο, αλλά και μερικό. Πολλοί αμφισβητούν ακόμα και τη ταξική πάλη. Ο αγώνας των εργαζομένων είναι ταξικός ή μπορεί να είναι και κάτι άλλο;

Μπορούμε ξέρετε να αμφισβητήσουμε ακόμα και το ότι η Γη γυρίζει, κανείς δεν το απαγορεύει. Ωστόσο, δείτε τι συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο: το Κεφάλαιο έχει εξαπολύσει μια πελώρια επίθεση ενάντια στην Εργασία. Αυτό συνοδεύεται από μια τρομακτική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά ισχυρών, μια τεράστια χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που προκαλείται από την εκτόξευση της ανεργίας σε αδιανόητα επίπεδα και τη συμπίεση των μισθών και φυσικά από την έξαρση της κρατικής καταστολής και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Όλα αυτά είναι ακριβώς δείγματα της ταξικής πάλης σε οξυμένη μορφή. Μόνο που αυτή διεξάγεται κυρίως από την αντίπαλη τάξη, τους καπιταλιστές. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα «δραπετεύσουμε» από αυτό το πρόβλημα –δεν είναι άλλωστε δυνατό κάτι τέτοιο- αλλά πώς θα διεξάγουμε τον ταξικό πόλεμο από τη δική μας σκοπιά.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι μια πρόταση για να διεξαχθεί αυτή η πάλη με ελευθεριακούς όρους, δηλαδή από τη βάση, χωρίς ιεραρχία και με ομοσπονδιακή οργάνωση, σεβόμενη την αυτονομία των διαφορετικών χώρων και με γνώμονα τις ανάγκες και όχι έναν συγκεντρωτικό κορσέ, προερχόμενο από την ιδεολογία είτε από κάποια κεντρική επιτροπή. Σε αυτή τη βάση συσπειρώνει εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένους εργαζόμενους και στην πραγματικότητα συναντιέται στη δράση πολλών εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο. Δεν αντιλαμβάνομαι υπό ποία έννοια είναι «ξεπερασμένος» και από τι. Το ότι οι μορφές της καταπίεσης αλλάζουν δεν αναιρεί το γεγονός ότι η βάση τους είναι οικονομική. Και προφανώς ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν εξαντλεί τη δράση του στο οικονομικό πεδίο, όπως συχνά λαθεμένα θεωρείται, εκκινεί από αυτό.

Εδώ θέλω να θυμίσω ότι ο αναρχισμός ως ρεύμα της νεωτερικότητας είναι μία τάση μέσα στη σοσιαλιστική οικογένεια, η μία από τις δύο τάσεις της πρώτης Εργατικής Διεθνούς, άρα ένα ταξικό κίνημα. Διαφοροποιείται από τον εξουσιαστικό σοσιαλισμό ως προς το ότι αρνείται την ωφελιμότητα οποιουδήποτε «επαναστατικού κράτους», εργατικού ή μεταβατικού, καθώς και ότι προτάσσει την άμεση οργάνωση των εργατών ανά χώρο δουλειάς σε ομοσπονδία, έναντι του πολιτικού κόμματος που είναι ένας εξωτερικός προς την τάξη μηχανισμός. Υπό αυτή την έννοια ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ο αναρχισμός της πράξης. Αλλά ακόμα κι αν αυτή η οπτική τεθεί υπό συζήτηση, δεν μπορώ να φανταστώ έναν αναρχισμό που να «αμφισβητεί την ταξική πάλη». Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χάνουν οι λέξεις το νόημά τους, παύει να είναι αναρχισμός και γίνεται κάτι άλλο. Μπορούμε να το σεβαστούμε, να το συζητήσουμε, αλλά όχι να το αποκαλέσουμε «αναρχισμό».

Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συζήτηση περί τέλους της εργατικής τάξης και των τάξεων εν γένει, ειδικά η συζήτηση περί τέλους των κοινωνικών υποκειμένων ως οργανωμένη συγκρότηση συμφερόντων, είναι μια συζήτηση που πηγάζει από τον φιλελευθερισμό, που από κάθε άποψη βρίσκεται στον αντίποδα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός αναγνωρίζει τη δυνατότητα της ελευθερίας του καθενός μόνο μέσα στην ισότητα όλων, άρα στην κατάργηση και όχι στην άρνηση των τάξεων.

 

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ως προς αυτό η εκδοχή της οργάνωσης των καταπιεσμένων από τη βάση, δηλαδή στο πεδίο της πιο άμεσης καθημερινής καταπίεσης, χωρίς να μένει μόνο σε αυτή. Επομένως, συναντιόμαστε στη βάση των κοινών μας προβλημάτων

  1. Πιστεύετε ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός πρέπει να συνδεθεί με κινήματα γειτονιάς, περιβαλλοντικά, αντιφασιστικά κλπ. και αν ναι πως;

Επαναλαμβάνω  ότι η αντίληψη ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός ασχολείται με οικονομικά ζητήματα ή ζητήματα μέσα στους χώρους δουλειάς μόνο, συνιστά μια παρεξήγηση.  Ο αναρχοσυνδικαλισμός αναγνωρίζει την οικονομική καταγωγή της εκμετάλλευσης, η οποία προκύπτει από την αντίθεση του Κεφαλαίου με την Εργασία. Στην κοινωνική σχέση Εργασία ωστόσο, περιλαμβάνεται κάτι πολύ ευρύτερο από τον «εργάτη του εργοστασίου», περιλαμβάνεται το σύνολο των ανθρώπων που υπόκεινται στην κυριαρχία του Κεφαλαίου και το σύνολο της κυριαρχίας αυτής. Σας απαντώ λοιπόν ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός συνδέεται με κάθε μορφή καταπίεσης, εκμετάλλευσης, κοινωνικού διαχωρισμού. Η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε άλλωστε συμμετέχει ενεργά σε πρωτοβουλίες σαν αυτές που αναφέρετε και άλλες ακόμα.

αρχείο λήψης

Categories
Uncategorized

Συνδικαλισμός από “τα κάτω”

Οι αγώνες των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, τα εργασιακά δικαιώματα που συρρικνώνονται, οι αδιέξοδες και αναποτελεσματικές τακτικές της ΓΣΕΕ και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, κάνουν επιτακτική την ανάγκη ενός αδέσμευτου συνδικαλισμού «από τα κάτω». Παραθέτουμε τις θέσεις της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε – μέσα από μια συζήτηση που είχαμε με μέλη της, που φωτίζουν μια τέτοια απόπειρα.

  1. Τα τελευταία χρόνια και παρά τη σφοδρή επίθεση του κεφαλαίου στους εργαζόμενους, αυτοί δεν μπόρεσαν να απαντήσουν. Τι φταίει γι’ αυτό;

Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν αγώνες που ανέδειξαν εντυπωσιακά ενδιαφέρουσες διαθέσεις από την πλευρά των εργαζομένων. Ξεκινώντας από την πολύ μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων στις απεργίες και τις απεργιακές διαδηλώσεις της πρώτης περιόδου της κρίσης και της καπιταλιστικής επίθεσης, που καταλήγει σε μία τομή στις 5 Μαΐου του 2010 και φθάνοντας ως τον σημερινό επίμονο αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, θα βρούμε πολλές περιπτώσεις απεργιών και αγώνων που δόθηκαν και δίνονται, στους ΟΤΑ, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, τον χώρο της υγείας, στα ΜΜΕ, στη Χαλυβουργία φυσικά, σε μια σειρά επιχειρήσεων που κλείνουν ή δεν πληρώνουν και πολλούς ακόμα. Υπό αυτή την έννοια, είναι κάπως σχηματικό να πούμε ότι οι εργαζόμενοι δεν απάντησαν. Αυτό που ισχύει είναι ότι, έως τώρα, η απάντηση αυτή δεν είναι αποτελεσματική. Ως προς αυτό, είναι προφανές ότι η πορεία που πήρε το εργατικό κίνημα, όχι μόνο αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια και θα πρόσθετα όχι μόνο στην Ελλάδα, έχουν το σημαντικότερο μερίδιο της ευθύνης. Ειδικότερα η μορφή του κρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί στην Ελλάδα, αποδείχθηκε όχι μόνο ανίκανη να αναπτύξει νικηφόρους αγώνες και να προωθήσει την εργατική αλληλεγγύη, την ενότητα των αγώνων, την κλιμάκωση και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, αλλά επίσης έχει καλλιεργήσει σε μεγάλο βαθμό την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και τη λογική της ανάθεσης μέσα στον ίδιο τον κόσμο της Εργασίας.
Θέση μας είναι ότι παράλληλα με την ανάπτυξη των αγώνων, οφείλουμε στους εαυτούς μας μια μακρά και επίπονη προσπάθεια συγκρότησης διαφορετικών οργανωτικών δομών στο εργατικό κίνημα, που θα καταλήξουν στη συγκρότηση μιας νέας συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, οριζόντιας οργανωτικά, με πραγματικά ομοσπονδιακή και αλληλέγγυα δομή και αντικαπιταλιστικής πολιτικά, που θα διαχωριστεί πλήρως από τη ΓΣΕΕ.

  1. Οι εργαζόμενοι, ειδικά οι νεώτερης ηλικίας, θεωρούν τους «συνδικαλιστές» ειδικά και τον συνδικαλισμό γενικώς, αναχρονιστικό, ξεπερασμένο, αλλά και «βρώμικο». Ποιος ο λόγος αυτής της αντιμετώπισης και ποια η απάντησή σας σε αυτά;

Θα ήταν πραγματικά ανησυχητικό εάν η κοινωνία, ο κόσμος της Εργασίας και  οι νέοι εργαζόμενοι έδειχναν εμπιστοσύνη στον συνδικαλισμό όπως είναι σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε για ημιμαχόμενες γραφειοκρατίες που διασφαλίζουν την ήττα και στη χειρότερη για δομές ευθέως εξαρτημένες από το Κράτος και το Κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συνδικαλισμός στη ρίζα  του δεν είναι αυτό. Ο συνδικαλισμός υπήρξε η άμεση, αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στην ταξική τους καταπίεση, αρχικά στον χώρο δουλειάς τους και τελικά σε όλο το πεδίο της ταξικής πάλης. Η μορφή αυτή οργάνωσης διεφθάρη ιστορικά, σε όλον τον κόσμο, από τις αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας που θέλησε να μετατρέψει την εργατική τάξη σε κοινοβουλευτικό κατοικίδιο, αλλά και τη λενινιστική αντίληψη που θέλει να τον ενσωματώσει σε ένα δικτατορικό πολιτικό σχέδιο τα αποτελέσματα του οποίου βιώθηκαν αρνητικά σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι ο κυρίαρχος συνδικαλισμός είναι πλήρως εξαρτημένος από το Κράτος, ουσιαστικά εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια. Περιπτώσεις ατομικής διαφθοράς και συμμετοχής στην εξουσία προφανώς χειροτερεύουν την εικόνα –και δικαίως.

Το ζήτημα είναι η απαξίωση αυτής της μορφής του συνδικαλισμού να μην έχει ως αποτέλεσμα την αδράνεια. Αυτό δεν είναι εύκολο. Πρέπει οι κινήσεις ενός διαφορετικού συνδικαλισμού να οξύνονται και να ενοποιούνται ώστε αργά – αργά να αρχίσουν να συγκροτούν μια διαφορετική προοπτική για τον κόσμο της Εργασίας. Μια ματιά σε τέτοιες κινήσεις σήμερα στο εργατικό κίνημα θα μας δείξει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έρημο τοπίο. Εχουμε ανάγκη όμως μεγαλύτερο συντονισμό και οπωσδήποτε μερικές πρώτες νίκες που θα λειτουργήσουν ως παράδειγμα.

  1. Απέναντι στον «επίσημο» συνδικαλισμό, αλλά και στον κομματικό τύπου ΠΑΜΕ, ποια είναι η δική σας πρόταση;

Προτείνουμε τη συγκρότηση συνδικαλιστικών δομών σε αντικαπιταλιστική και ελευθεριακή κατεύθυνση, που θα ενοποιούνται στη βάση των αναγκών και της δράσης των εργαζομένων. Αντιλαμβανόμαστε το συνδικάτο ως έναν φορέα που την ίδια στιγμή διεξάγει την καθημερινή πάλη σε όλα τα επίπεδα, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής και ταυτόχρονα προετοιμάζει στο εσωτερικό του τη νέα κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι πλάι στον οικονομικό αγώνα, διεξάγει αγώνα για τα δικαιώματα, αγώνα ενάντια σε κάθε κοινωνικό διαχωρισμό, εθνικό, ρατσιστικό, σεξιστικό ή άλλο, ενώ παράλληλα δοκιμάζει στο εσωτερικό του τις δομές της αλληλεγγύης και της πλήρους ισότητας.
Υπό αυτούς τους όρους, το επαναστατικό συνδικάτο είναι και η μόνη άμεση και ωφέλιμη οργάνωση των εργαζομένων.

  1. Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλες οι απεργίες δεν βρήκαν παρά ελάχιστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη, τόσο από την υπόλοιπη κοινωνία, όσο και από άλλους εργασιακούς χώρους. Πως μπορεί να αναστραφεί αυτό; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να υπάρξει μια επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση;

Η απουσία δομών αλληλεγγύης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος υποσκάπτει την έκφραση έμπρακτης συμπαράστασης στους εργατικούς αγώνες, πόσο μάλλον που από την άλλη πλευρά η φασιστική λογική του «κοινωνικού αυτοματισμού» προωθείται κατά κόρον. Η λογική ωστόσο του κοινωνικού κανιβαλισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνική διεκδίκηση στρέφεται ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία και θα τη βρει απέναντι, δε μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα από μια κοινωνία – σουβλάκι από ηττημένους. Ας μην υπερβάλουμε όμως ως προς την επιτυχία της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αδυναμία που νιώθουν οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν αποτελεσματικά στους αγώνες που αναπτύσσονται και η οποία τους οδηγεί στην αδράνεια και τη μοιρολατρία. Και η απάντηση σε αυτό είναι η οργάνωση της τάξης κατά τρόπο που θα της επιτρέπει να απαντά ενιαία στις επιθέσεις που δέχεται. Αρα, η υπέρβαση του κρατικού και του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί. Είναι απαραίτητος λοιπόν ο συντονισμός και η ομοσπονδοποίηση των δομών που αναπτύσσονται σε επίπεδο χώρων δουλειάς, γειτονιάς, πόλης, μέσα στις οποίες συνενώνονται εργαζόμενοι και άνεργοι, μετανάστες και ντόπιοι.

Ειδικά σήμερα, το μέγεθος της επίθεσης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη κάθε νίκη σε απλό επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο. Χρειάζεται η γενίκευση των απαντήσεων, των στόχων και των σχεδιασμών, έξω από τις συστημικές λογικές της συνδιαλλαγής με το Κράτος και το Κεφάλαιο.

  1. Η απεργία είναι το μοναδικό όπλο στα χέρια των εργαζομένων;

Το όπλο των εργαζομένων είναι ότι στην πραγματικότητα είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο της παραγωγής. Ακόμα και σήμερα, με την επίθεση της κρίσης, είναι τα αφεντικά που εξαρτιόνται από εμάς. Αυτό το όπλο αξιοποιείται με διάφορους τρόπους που για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να περιλαμβάνουν την άμεση δράση και την αλληλεγγύη. Υπό αυτή τη συνθήκη, η απεργία είναι το σημαντικότερο μέσο των εργαζομένων και η Γενική Απεργία το εργαλείο της νίκης τους. Ωστόσο, ελπίζω ότι είναι καθαρός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτή την προοπτική και τις απεργίες της ήττας που προκηρύσσει από καιρό σε καιρό η ΓΣΕΕ, καλλιεργώντας την απογοήτευση και την αδιαφορία.

  1. Η κυβέρνηση σύμφωνα με πληροφορίες θα κατεβάσει νόμο που θα κάνει ακόμα δυσκολότερη τη κήρυξη απεργιών και γενικότερα τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση σε αυτό;

Η «νομιμότητα» των απεργιών υπήρξε ιστορικά μια συνδιαλλαγή του Κράτους και του Κεφαλαίου με τον συνδικαλισμό, προκειμένου να τον ενσωματώσει. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, υπήρξε επιτυχημένη. Οι μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος ωστόσο δε βασίστηκαν στη νομιμότητα, αλλά παρήγαγαν δίκαιο οι ίδιες. Δεν υποστηρίζω ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια ιστορική στιγμή. Το ζητούμενο ωστόσο για το εργατικό κίνημα δεν είναι να παρακαλέσει για τη νομιμοποίηση των μεθόδων του, αλλά να επιβάλει στην κοινωνία τους συσχετισμούς εκείνους που δεν θα επιτρέπουν στο Κράτος και το Κεφάλαιο να πραγματοποιούν τις απειλές και τις επιθυμίες τους.

Τα τελευταία χρόνια, το σύνολο σχεδόν των απεργιακών κινητοποιήσεων κρίθηκε παράνομο από τα δικαστήρια. Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε αν αυτό που εμπόδισε την κλιμάκωση αυτών των αγώνων ήταν οι δικαστικές αποφάσεις ή η απουσία αποφασιστικότητας και δομών ικανών και πρόθυμων να τις υπερβούν.
Δεν θέλω να πω ότι η ποινικοποίηση των αγώνων και των αγωνιστών δεν είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη στην ταξική πάλη. Εντούτοις, το να βασίζουμε τη νομιμοποίηση των αγώνων στο Κράτος είναι μια συνταγή βέβαιης ήττας. Η εργατική τάξη πρέπει να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της στη δυνατότητά της να παράγει δίκαιο. Δεν είναι άλλωστε πολύ μακρινές οι εποχές που εργατικοί αγώνες συνέτριψαν δικαστικές αποφάσεις και νίκησαν.

Στη σημερινή περίοδο της οξυμένης καταστολής μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς και του πογκρόμ απολύσεων, οφείλουμε επίσης να αναζητήσουμε τρόπους προστασίας των αγωνιστών. Κάτι που σημαίνει ότι ένα τμήμα της συνδικαλιστικής δουλειάς οφείλει να γίνεται εκ των πραγμάτων σε συνθήκες παρανομίας και ότι τμήματα των δράσεων βασίζονται στην διεπαγγελματική αλληλεγγύη των εργαζομένων.

  1. Μέσα σε όλη αυτήν την επίθεση του κεφαλαίου και τις συνεχείς ήττες των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, έχουν σημειωθεί κάποιες ρωγμές που μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα κάποιας αντεπίθεσης; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα επιτυχημένων απεργιακών κινητοποιήσεων;

Ανέφερα και προηγουμένως ότι στις σημερινές συνθήκες η απαίτηση για νίκες σε επίπεδο επιχειρησιακό ή μόνο κλαδικό αγγίζει τα όρια της ουτοπίας. Βρισκόμαστε σε συνθήκες ταξικού πολέμου και όχι κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Οι νίκες λοιπόν θα είναι συνολικές ή, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπάρξουν. Ολοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε. Ενας – ένας, θα χάσουμε όλοι, ο καθένας με τη σειρά του. Με αυτό δεν εννοώ ότι οι κλαδικοί αγώνες είναι μάταιοι –κάθε άλλο. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναζητήσουμε άμεσα τους τρόπους περάσματος από το επιχειρησιακό στο κλαδικό και από το κλαδικό στο γενικό, για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να πετύχουμε νίκες. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα επαναλάβω ότι αυτό είναι κυρίως αντικείμενο μιας διαφορετικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, με ελευθεριακές δομές και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Σημειώνω ότι ακόμα και σήμερα, σε μικρές περιπτώσεις όπου αυτό υπήρξε, επιτεύχθηκαν μικρές, μερικές και παραδειγματικές νίκες. Θα επισημάνω για παράδειγμα, την περίπτωση του ΔΟΛ, όπου σε ένα σύνολο 600 απολύσεων που δεν έγινε κατορθωτό να απαντηθούν τα τελευταία τρία μόλις χρόνια, μία από όλες έγινε δυνατό να ανακληθεί. Είναι αυτή ενός εργαζόμενου κούριερ, ακριβώς επειδή το συνδικάτο του λειτούργησε με αυτόν τον υποδειγματικό τρόπο: άμεση δράση, πραγματική αλληλεγγύη και απουσία οποιασδήποτε αυταπάτης ότι ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα αφεντικά είναι εφικτή κάποια διευθέτηση χωρίς μάχη.

Ωστόσο, όσο αυτό το είδος της παρέμβασης δεν αγκαλιάζει μεγάλα κομμάτια της τάξης, σε διεπαγγελματικό και διακλαδικό επίπεδο, οι νίκες αυτές κινδυνεύουν, εκτός από μικρές, να αποδειχθούν και προσωρινές.

  1. Πολλοί στον αναρχικό χώρο, θεωρούν το συνδικαλισμό και ειδικότερα τον αναρχοσυνδικαλισμό ξεπερασμένο, αλλά και μερικό. Πολλοί αμφισβητούν ακόμα και τη ταξική πάλη. Ο αγώνας των εργαζομένων είναι ταξικός ή μπορεί να είναι και κάτι άλλο;

Μπορούμε ξέρετε να αμφισβητήσουμε ακόμα και το ότι η Γη γυρίζει, κανείς δεν το απαγορεύει. Ωστόσο, δείτε τι συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο: το Κεφάλαιο έχει εξαπολύσει μια πελώρια επίθεση ενάντια στην Εργασία. Αυτό συνοδεύεται από μια τρομακτική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά ισχυρών, μια τεράστια χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που προκαλείται από την εκτόξευση της ανεργίας σε αδιανόητα επίπεδα και τη συμπίεση των μισθών και φυσικά από την έξαρση της κρατικής καταστολής και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Όλα αυτά είναι ακριβώς δείγματα της ταξικής πάλης σε οξυμένη μορφή. Μόνο που αυτή διεξάγεται κυρίως από την αντίπαλη τάξη, τους καπιταλιστές. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα «δραπετεύσουμε» από αυτό το πρόβλημα –δεν είναι άλλωστε δυνατό κάτι τέτοιο- αλλά πώς θα διεξάγουμε τον ταξικό πόλεμο από τη δική μας σκοπιά.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι μια πρόταση για να διεξαχθεί αυτή η πάλη με ελευθεριακούς όρους, δηλαδή από τη βάση, χωρίς ιεραρχία και με ομοσπονδιακή οργάνωση, σεβόμενη την αυτονομία των διαφορετικών χώρων και με γνώμονα τις ανάγκες και όχι έναν συγκεντρωτικό κορσέ, προερχόμενο από την ιδεολογία είτε από κάποια κεντρική επιτροπή. Σε αυτή τη βάση συσπειρώνει εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένους εργαζόμενους και στην πραγματικότητα συναντιέται στη δράση πολλών εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο. Δεν αντιλαμβάνομαι υπό ποία έννοια είναι «ξεπερασμένος» και από τι. Το ότι οι μορφές της καταπίεσης αλλάζουν δεν αναιρεί το γεγονός ότι η βάση τους είναι οικονομική. Και προφανώς ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν εξαντλεί τη δράση του στο οικονομικό πεδίο, όπως συχνά λαθεμένα θεωρείται, εκκινεί από αυτό.

Εδώ θέλω να θυμίσω ότι ο αναρχισμός ως ρεύμα της νεωτερικότητας είναι μία τάση μέσα στη σοσιαλιστική οικογένεια, η μία από τις δύο τάσεις της πρώτης Εργατικής Διεθνούς, άρα ένα ταξικό κίνημα. Διαφοροποιείται από τον εξουσιαστικό σοσιαλισμό ως προς το ότι αρνείται την ωφελιμότητα οποιουδήποτε «επαναστατικού κράτους», εργατικού ή μεταβατικού, καθώς και ότι προτάσσει την άμεση οργάνωση των εργατών ανά χώρο δουλειάς σε ομοσπονδία, έναντι του πολιτικού κόμματος που είναι ένας εξωτερικός προς την τάξη μηχανισμός. Υπό αυτή την έννοια ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ο αναρχισμός της πράξης. Αλλά ακόμα κι αν αυτή η οπτική τεθεί υπό συζήτηση, δεν μπορώ να φανταστώ έναν αναρχισμό που να «αμφισβητεί την ταξική πάλη». Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χάνουν οι λέξεις το νόημά τους, παύει να είναι αναρχισμός και γίνεται κάτι άλλο. Μπορούμε να το σεβαστούμε, να το συζητήσουμε, αλλά όχι να το αποκαλέσουμε «αναρχισμό».

Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συζήτηση περί τέλους της εργατικής τάξης και των τάξεων εν γένει, ειδικά η συζήτηση περί τέλους των κοινωνικών υποκειμένων ως οργανωμένη συγκρότηση συμφερόντων, είναι μια συζήτηση που πηγάζει από τον φιλελευθερισμό, που από κάθε άποψη βρίσκεται στον αντίποδα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός αναγνωρίζει τη δυνατότητα της ελευθερίας του καθενός μόνο μέσα στην ισότητα όλων, άρα στην κατάργηση και όχι στην άρνηση των τάξεων.

 

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ως προς αυτό η εκδοχή της οργάνωσης των καταπιεσμένων από τη βάση, δηλαδή στο πεδίο της πιο άμεσης καθημερινής καταπίεσης, χωρίς να μένει μόνο σε αυτή. Επομένως, συναντιόμαστε στη βάση των κοινών μας προβλημάτων

  1. Πιστεύετε ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός πρέπει να συνδεθεί με κινήματα γειτονιάς, περιβαλλοντικά, αντιφασιστικά κλπ. και αν ναι πως;

Επαναλαμβάνω  ότι η αντίληψη ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός ασχολείται με οικονομικά ζητήματα ή ζητήματα μέσα στους χώρους δουλειάς μόνο, συνιστά μια παρεξήγηση.  Ο αναρχοσυνδικαλισμός αναγνωρίζει την οικονομική καταγωγή της εκμετάλλευσης, η οποία προκύπτει από την αντίθεση του Κεφαλαίου με την Εργασία. Στην κοινωνική σχέση Εργασία ωστόσο, περιλαμβάνεται κάτι πολύ ευρύτερο από τον «εργάτη του εργοστασίου», περιλαμβάνεται το σύνολο των ανθρώπων που υπόκεινται στην κυριαρχία του Κεφαλαίου και το σύνολο της κυριαρχίας αυτής. Σας απαντώ λοιπόν ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός συνδέεται με κάθε μορφή καταπίεσης, εκμετάλλευσης, κοινωνικού διαχωρισμού. Η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε άλλωστε συμμετέχει ενεργά σε πρωτοβουλίες σαν αυτές που αναφέρετε και άλλες ακόμα.  αρχείο λήψης (1)αρχείο λήψης

Categories
Uncategorized ΑΖΙΜΟΥΘΙΟ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

24 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΚΡΙΣΗ

Κρίνουμε σκόπιμο στη παρούσα φάση και έχοντας πιά ξεκαθαρίσει την εικόνα κι αποκρυσταλλώσει τα συμπεράσματα μετά από 5 χρόνια επίθεσης του συστήματος εξουσίας απέναντι στη κοινωνία, να απαντήσουμε στα ερωτήματα που εγείρονται έχοντας πλέον έναν πανοπτικό τρόπο αντίληψης της κατάστασης. Είναι σίγουρο ότι το να απαντήσεις συνοπτικά σ’ ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, με παγκόσμιες, ευρωπαϊκές, ελληνικές διαστάσεις, είναι δύσκολο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο σύνθετα όσο οι «ειδικοί» θέλουν να μας πείσουνε. Το πρόβλημα είναι δομικό. Αλλάζει η δομή του. Σίγουρα η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι ιστορική, κι αφορά όλο το πλανήτη, αφού όπως έχουμε πεί και παλαιότερα, πρόκειται γιά μετάλλαξη. Πρόκειται γιά μετάλλαξη του συστήματος από αστικοδημοκρατικό, σε νεοφεουδαλικό.

1. Έχουμε τελικά κρίση ή ύφεση;CapitalismIsDemocracy

Η διαφορά των εννοιών, έχει να κάνει με το χρόνο και την οξύτητα ενός φαινομένου. Η αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή –ίσως και η παγκόσμια οικονομία περνούν ύφεση. Στην Ελλάδα διανύουμε μιά παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Όμως το φαινόμενο έχει γίνει οξύ, και θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε κρίση, στο βαθμό που η ύφεση, η ανεργία, η ανέχεια επηρεάζουν όλο και πιο πολλά νοικοκυριά και μάλιστα σε κρίσιμο βαθμό. Έτσι, αν και ο όρος δεν είναι σωστός, μπορούμε να πούμε ότι διανύουμε περίοδο κρίσης.

2. Κρίση είναι μόνο στη χώρα μας, ή είναι κι αλλού;

Μέχρι στιγμής ομολογείται από τους ειδικούς ότι η κρίση έχει «χτυπήσει» και άλλες χώρες της ευρώπης όπως Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισλανδία. Επίσης, έχει επηρεάσει τη Γαλλία, αλλά και το Βέλγιο, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, και μάλλον θα επηρεάσει την Γερμανία, τη Αυστρία, τη Φινλανδία, κ.ά.

3. Που οφείλεται η κρίση γενικά;

Στην ιστορία του χρήματος, η κρίση είχε να κάνει είτε με την έλλειψη χρήματος, είτε ενέργειας. Συνήθως η κρίση δημιουργείται όταν υπάρχει συσσώρευση του πλούτου, κι αποστέρησή του από τους πολλούς. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι το καπιταλιστικό σύστημα συστηματικά και κατά καιρούς παρουσιάζει αυτό το φαινόμενο κι»εκτονώνεται» με τη μορφή οικονομικών κραχ και πολέμων. Και είναι λογικό αφού η τάση της υπερσυσσσώρευσης πλούτου ρέπει προς όφελος των ισχυρών που με τη βοήθεια των εξουσιών, καταφέρνουν να τον συσσωρεύουν στα χρηματοκιβώτια, στερώντας τον από τους πολλούς.bankers thieves
Η αποστέρηση αυτή, γεννά φτώχεια, δυστυχία, πολέμους. Έτσι επανεκκινεί η διαδικασία, με τίμημα ανθρώπινες ζωές και γενικότερα την ευημερία. Πρόκειται λοιπόν γιά δομική κρίση, δηλαδή κρίση που γεννά το ίδιο το οικονομικό σύστημα, που τα μέσα κοι οι εξουσίες υπερασπίζονται.

4. Που οφείλεται η σύγχρονη κρίση;

Έλκει τη γέννησή της στη παγκοσμιοποίηση και στη άρση όλων των προστατευτικών κανόνων.

Το 1971 ο Νίξον κηρύσσει την άρση της από το 1944 συμφωνίας του Bretton-Woods, και καταργεί το “κανόνα του χρυσού”, καθώς και προσωρινούς δασμούς στις εισαγωγές των ΗΠΑ.

Στη δεκαετία του 1980, με τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση των Ρ.Ρήγκαν στις ΗΠΑ, και Μ. Θάτσερ στη Μ. Βρεττανία, ξεκίνησαν  οι πρώτες πράξεις απορρύθμισης του τραπεζικού –χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ολοκληρώθηκαν το1999 από τον Κλίντον, με τη κατάργηση του νόμου Glass- Steagall του 1933, (που ουσιαστικά είχε θεσπισθεί γιά να επιβάλλει περιορισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά την οδυνηρή εμπειρία του κραχ του 1929).

Με τη συμφωνία της απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου στο Seattle (το 1999 αν θυμάστε -τότε που οι αναρχικοί τα κάνανε λαμπόγυαλο…), όλα επικυρώθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αν μας ρωτάτε γιατί έγιναν όλ’ αυτά, η απάντηση είναι απλή: τα lobbies (ομάδες συμφερόντων), ήθελαν να αυξήσουν τα κέρδη τους. Κίνητρο λοιπόν η απληστία –πεμπτουσία του συστήματος.

5. Τι έγινε μετά;

Η παγκοσμιοποίηση άρχισε. Οι εταιρείες εγκαταλείπουν τις ανεπτυγμένες χώρες της δύσης, και πηγαίνουν σε χώρες με εξευτελιστικά μεροκάματα και συνθήκες εργασίας, προκειμένου να αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη. Εγκαταλείποντας τις χώρες που αναπτύχθηκαν, άφησαν  εκατομύρια άνεργους δείχνοντας το μέγεθος του «πατριωτισμού» τους.

Τα εμπορεύματα διακινούνται ελεύθερα και αδασμολόγητα, προς τις χώρες με καταναλωτική δυνατότητα, μετατρέποντάς τες κυρίως σε καταναλωτικές από παραγωγικές. Οι τράπεζες βρίσκουν την ευκαιρία ν’ αυξήσουν τους τζίρους τους, πουλώντας δάνεια στα νοικοκυριά, ενώ μοχλεύουν τα κεφάλαια τους δέκα φορές του πραγματικού χρήματος που βρίσκεται στα χρηματοκιβώτιά τους.

Επεκτείνονται σε προϊόντα κι εργασίες που δεν υπόκεινται πλέον στους παλιούς ελέγχους και κανονιστικούς περιορισμούς, όπως αμοιβαία, παράγωγα, ασφάλιστρα κινδύνου, εμπορεύματα και στοιχήματα, σε ομόλογα δομημένα ή τοξικά. Δημιουργούνται έτσι χρηματοπιστωτικά κεφάλαια που σήμερα είναι σχεδόν 10πλάσια του πραγματικά παραγώμενου πλούτου.

Οίκοι αξιολόγησης, αξιολογούν κράτη αντί για ασφαλιστικές εταιρείες κι επιχειρήσεις όπως μέχρι τώρα έκαναν. Δημιουργήθηκε ένα διεθνές πλέγμα ισχύος, που περιλαμβάνει, πολυεθνικές εταιρείες – κολοσσούς, χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, επενδυτικούς οίκους και ιδρύματα διαχερισης κεφαλαίων (funds), οίκους αξιολόγησης.

6. Έτσι η απληστία της κερδοσκοπίας δεν άργησε να φέρει συνέπειες.

Η κρίση ξεκίνησε το 2008, όταν και κατέρρευσαν η Leehman Brothers, η Citibank, η ΑΙG, και άλλες μικρότερες, τράπεζες, επενδυτικοί οίκοι, και ασφαλιστικές εταιρείες, λόγω της έκθεσής τους σε τοξικά ομόλογα. Σε τεχνητά χρηματοπιστωτικά προϊόντα δηλαδή, που δεν είχαν κανένα υλικό -παραγωγικό αντίκρυσμα.

safety1Κάποιες από αυτές (Citibank, AIG) στηρίχθηκαν από τα χρήματα των φορολογουμένων προκειμένου να μη καταρρεύσει ολοκληρωτικά το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Κρατικοποιήθηκαν κι επαναπωλήθηκαν.

Κάτι ανάλογο συνέβη και στην ελλάδα. Οι ελληνικές τράπεζες, όντας κώλος και βρακί με το κράτος, βάζαν πλάτη στο κράτος και το δάνειζαν, αγοράζοντας ομόλογα (χωρίς κόστος, ούτε καν δέσμευση των κεφαλαίων, και με κέρδος ικανό τόκο), ενώ το δημόσιο τις τροφοδοτούσε με τη ρευστότητα των λογαριασμών του. Τάτσι μίτσι κότσι. Όταν το δημόσιο κατέρρευσε, αντί να καταρρεύσουν και να πτωχεύσουν οι τράπεζες, τις διέσωσαν με χρήματα των φορολογουμένων. Όταν ακούτε bad bank, σημαίνει πληρωμή από τις τσέπες του κοσμάκη. Το σύστημα νάναι καλά, κι οι άνθρωποι να μην έχουν να φάνε….

7. Όταν η κρίση, προκαλεί κέρδη.

Στοιχηματίζοντας σε χρεωκοπίες κρατών και πτωχεύσεις τραπεζών, το χρηματοπιστωτικό πλέγμα ισχύος, φρόντιζει να βρίσκει τους αδύναμους κρίκους της καπιταλιστικής αλυσίδας, και να τους χτυπάει με τα τεράστια κεφάλαια που διαθέτει. Ένας από τους κρίκους αυτούς είναι η Ελλάδα, που συγκεντρώνει όλες εκείνες τις προδιαγραφές για χοντρό παιχνίδι. Είναι στην ευροζώνη, θεωρείτο «ανεπτυγμένη», και η οικονομία της καθώς και το κράτος της είχε στη πραγματικότητα σαθρές βάσεις.

8. Σε ποιές χώρες επέδρασε και γιατί;

Σε κάθε χώρα που είχε κάποιο αδύναμο σημείο, εχτύπησε. Στην Ιρλανδία, -που αποτελούσε πρότυπο καπιταλιστικής ανάπτυξης- χτύπησε επειδή το τραπεζικό σύστημα που ήταν εκετθειμένο σε τοξικά ομόλογα. Το ίδιο και στην Ισλανδία. Στην Ισπανία επίσης, επειδή οι τράπεζες ήταν υπερβολικά ανοιγμένες σε δάνεια ιδιωτών, όπως και στη Πορτογαλία -αν και λιγότερο. Στη Κύπρο επειδή το υπερδιογκωμένο τραπεζικό της συστημα ήταν εκετεθειμένο στην ελληνική οικονομία εν γένει, και στην Ελλάδα επειδή είχε υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος.

9. Γιατί ήρθε στην ελλάδα;

Στην ελλάδα πέρα από τις δομικές αδυναμίες που είχε η οικονομία της, -μιά οικονομία εξαρτημένη και καταναλωτικά προσανατολισμένη, υπήρχε και προβληματική πολιτική διαχείριση, με αποτέλεσμα το δημόσιo έξοδο να υπερβαίνει το έσοδο.

10. Στην ελλάδα είχε κακοδιαχείριση. Είναι σωστό;

Ναι. Υπήρχε κακοδιαχείριση. Οι φόροι δεν εισπράττονταν, τα έξοδα του κράτους αυξάνονταν. Η διακυβέρνηση π.χ. Κ. Καραμανλή συνέχισε τις ρουσφετολογικές προσλήψεις, και μείωσε τους φόρους των εταιρειών λίγους μήνες πριν ανακαλυφθεί από τους επόμενους, ότι το κράτος είχε 15% έλειμμα.

11. Φταίνε οι Γερμανοί που θέλουν να τα πάρουν όλα.

Δεν αποκλείεται να εποφθαλμιούν ορισμένα κελεπούρια –επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά στη πραγματικότητα, μάλλον επιδιώκουν να πάρουν πίσω τα δανεικά τους, διασώζοντας από τη μιά την «ευρώπη» και βγάζοντας και λίγα φράγκα από τους τόκους. Πάντως εαν η οικονομία ήταν «νοικοκυρεμένη» δε θα είχαν λόγο…

Άρα, δε φταίνε μεν οι Γερμανοί που υπήρχε κακοδιαχείριση, όμως από την άλλη, τα μνημόνια δεν είναι και το αντιπροσωπευτικότερο της συμπεριφοράς «εταίρου»…. Αλήθεια που είναι η αλληλεγγύη που θάπρεπε να επιδείξει η εταιρική σχέση στο πνεύμα της ευρωπαϊκής ένωσης;

12. Φταίνε οι πολιτικοί; Είναι λαμόγια;

Οι πολιτικοί έχουν σα δουλειά να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατών που τους χρηματοδοτούν, και ταυτόχρονα να κρατούν τη κοινωνία συναινετική στη καταπίεσή της. Οι πολιτικοί δεν είναι απαραίτητο να είναι λαμόγια με την έννοια «να βάλουν το χέρι τους στο μέλι»… Αν και υπάρχουν στοιχεία για κλεψιές, λαδώματα, δωροδοκίες, είναι απλοϊκό να κατηγορούμε τους πολιτικούς γιά λαμογιές αφού το πρόβλημα του δημοσίου χρέους είναι πολύ μεγάλο, και οφείλεται περισσότερο στο θεσμικό τους ρόλο και πολύ λιγότερο σε κλεψιές. Η εστίαση στις κλεψιές είναι εκ του πονηρού, προκειμένου να ξεχωρίσουν οι «απατεώνες από του έντιμους» και να καθαγιάσουν το « «καθαρμένο» πολιτικό σύστημα. Αποπροσανατολίζουν έτσι την ουσία, που δεν είναι άλλη, από το πολιτικό τους ρόλο ως τσιράκια των ελίτ, και διανεμητές πλούτου προς όφελός τους.542745_375103405855591_272416256124307_1200847_1169161421_n

13. Φταίνε οι συνδικαλιστές;

Οι συνδικαλιστές όπως και οι πολιτικοί βοήθησαν στην ικανοποίηση των ψηφοφόρων τους, και με τον αιτηματικό αγώνα τους, στην ουσία ποδηγέτησαν το εργατικό κίνημα. Όπως κάθε γραφειοκρατική εξουσία, έτσι και οι συνδικαλιστές, διεπλάκησαν σε ουκ ολίγες περιπτώσεις διαφθοράς, και ρουσφέτια. Κατηγορούνται από τους νεοφιλελεύθερους μάλιστα ως πρωταίτιοι «σοβιετίας» και κρατισμού, που οδήγησαν τη χώρα στη κρίση. Οι φιλελεύθεροι παραβλέπουν βέβαια, ότι οι “κατηγορούμενοι”, κινήθηκαν με βάση τις αξίες που οι “κατήγοροι” πρεσβεύουν, αυτές του ατομικού πλουτισμού και της «κοινωνικού status»…

14. Φταίνε οι κεφαλαιοκράτες και οι επιχειρηματίες;

Υπάρχει μιά ντόπια ελίτ «οικογενειών» -κατασκευαστών, καναλαρχών, πετρελαιάδων, εκδοτών, εφοπλιστών-, που ελέγχει τη τοπική εξουσία, και πολύ δύσκολα θα επέτρεπε να θιγούν τα συμφέροντά της. Κατά κύριο λόγο φοροαποφεύγουν μέσω παράκτιων εταιρειών, και τζιράρουν χρήμα από κρατικές συμφωνίες. Πρόκειται γιά κρατικοδίαιτη ελίτ -το ιστορικό αντίστοιχο των μεγαλοτσιφλικάδων της τουρκοκρατίας, που λειτουργούν με τις γνωστές πυραμίδες προστασίας των υπαγωμένων τους. Τώρα με τη κρίση δέχονται πιέσεις, και μπροστά στο κίνδυνο να χάσουν, δεν κολώνουν να προβάλλουν και να χρηματοδοτούν οργανώσεις όπως τη χρυσή αυγή, προκειμένου να πιέσουν πολιτικές, πρόσωπα και καταστάσεις.

Η φοροαποφυγή ήταν στην ηθική των επιχειρηματιών κι ελεύθερων επαγγελματιών, και οι λογιστές τους είχαν γίνει εξπέρ στην απόκρυψη από πολύ παλιά. Τα κρατικά έσοδα πάντα βασίζονταν στους μισθωτούς οι οποίοι ακόμη και σήμερα πληρώνουν τη νύφη…

15. Φταίει το στραβό μας το κεφάλι γιατί είμαστε τεμπέληδες και καλοπερασάκηδες;

Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να επιδιώκει ο κάθε άνθρωπος να εργάζεται το λιγότερο δυνατό και να ευχαριστιέται τη ζωή το περισσότερο δυνατό. Αρκεί να μη το κάνει σε βάρος άλλων. Το αφεντικό στη δουλειά είναι τις περισσότερες φορές ένα τέτοιο παράδειγμα, ή ακόμα και οι εισοδηματίες, κληρονόμοι, ιδιοκτήτες ακινήτων, κ.ά.

16. Φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι τεμπέληδες και διεφθαρμένοι.

Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να επιδιώκει ο κάθε άνθρωπος να εργάζεται το λιγότερο δυνατό και να ευχαριστιέται τη ζωή το περισσότερο δυνατό. Αρκεί να βοηθά το σύνολο. Η διαφθορά στο δημόσιο είναι ανεπτυγμένη και οφείλεται στο πρόσφατα εμφυτευμένο «καπιταλιστικό όνειρο», του νεοέλληνα μικροαστού. Ούτως ή άλλως ζούμε σ’ ένα τόπο ιστορικά βασανισμένο από τη πείνα και τυρρανισμένο από τ’ απωθημένα. Λίγο η διαφήμιση, λίγο το lifestyle, μπαίνει εύκολα «το χέρι στο μέλι», όταν έχεις πλάτες κι εξουσία.

17. Φταίει το στραβό μας το κεφάλι γιατί καταναλώναμε περισσότερο απ’ όσο παράγαμε.

Προβληματικό σκεπτικό.neiliberalism

Πεμπτουσία του καπιταλιστικού συστήματος είναι η κατανάλωση. Είναι το κίνητρο, που καθαγιαζόμενο μέσω της διαφήμισης παράγουμε όλο και περισσότερο, και να σωρεύουμε στις τσέπες των αφεντικών όλο και περισσότερα. Το εμπόρευμα έχει μπεί τόσο στη ζωή μας, που δηλητηριάζει τις σχέσεις μας, και αλλοτριώνει το χαρακτήρα μας.

Από την άλλη πάλι, μήπως να παράγουμε περισσότερο απ’ όσο καταναλώνουμε;

Μεγάλες βιομηχανικές παραγωγικές, «ορθολογικά ανεπτυγμένες» χώρες της δύσης, ή ακόμη και της άπω ανατολής, έχουν παραδόσεις εργασιακών σχέσεων –στρατοπέδων εργασίας, που δε γνωρίζω εαν είναι πρότυπα, ευζωίας κι ευτυχίας. Μάλλον τροφοδοτούν τους τζίρους των ψυχοφαρμάκων.

Το σκεπτικό της ερώτησης λοιπόν, έχει να κάνει με τον εγκλωβισμό, στο δίπολο, -παραγωγικότητα, μισθωτή εργασία,καταπίεση, υποχρέωση-, και -κατανάλωση, εκτόνωση, αλλοτρίωση, ψευτοαπόλαυση.

Συμπέρασμα: το ζήτημα είναι δομικό, είναι ηθικό, είναι ψυχολογικό, είναι αξιακό. Τουτέστιν, να απολαμβάνουμε εμείς, αυτά που παράγουμε εμείς.

18. Φταίει ο καπιταλισμός ή η φάρα μας;bb-1

Η αλήθεια είναι πως όπου επέδραμε ο καπιταλισμός, η κάθε χώρα είχε και τα δικά της προβλήματα, και πουθενά, εκτός από τις χώρες που τον εγέννησαν, δεν υλοποιήθηκε με τον «ορθολογικό» αστικοδημοκρατικό τρόπο της δύσης. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός είναι ένα μόρφωμα που γεννήθηκε στη βόρεια Ευρώπη, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές, οικονομικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, ακόμα και κλιματολογικές συνθήκες. Αναπτύχθηκε στη Δυτική Ερώπη, επεκτάθηκε στην υπόλοιπη ηπειρωτική ευρώπη, επιβλήθηκε στις αποικίες, ήλθε και στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες «υποανάπτυκτες» χώρες του κόσμου. Η επιβολή του σε περιοχές με διαφορετικές συνθήκες, όπως τα Βαλκάνια, στη Ρωσία, στη Νότια Ιταλία, στη Νιγηρία, ή τη Κίνα, δημιουργεί λόγω ασυμβατότητας με τις τοπικές παραδόσεις, παρενέργειες -δραματικά εξαμβλώματα, με οικονομικές συνέπειες, με κοινωνικές επιπτώσεις, με αίμα να κυλάει από την επιβολή του σε αποικίες, με στρατιές σκλάβων, με πολέμους, εμφύλιους και μη όπου επιβάλλεται. Στη κοινωνική οργάνωση μετουσιώνεται σ’ ένα εξάμβλωμα -παρωδία. Και είναι λογικό. Πως θα μπορούσε ας πούμε μιά βαριά βιομηχανία να ευδοκιμήσει παραγωγικά σε μιά χώρα με τους διπλάσιους βαθμούς κελσίου, και μηδαμινή πειθαρχική νοοτροπία; Ναι φταίει ο καπιταλισμός, που βάζει τις φάρες στο δικό του καλαπόδι. Κι όταν βάζεις φάρες  στο καλαπόδι, θα θερίσεις μαφίες στη Ρωσία, εμφυλίους στη Νιγηρία, λαμογιά στα Βαλκάνια, καταπίεση στρατοπέδων συγκέντρωσης στη Κίνα… κ.ό.κ. Τι να κάνουμε η παραδοσιακή ιστορική τοπική κουλτούρα παίζει το ρόλο της….

19. Πως οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα;

Οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν, είναι και θα είναι ανίκανες να έχουν αποτέλεσμα, στο βαθμό που οι άνθρωποι που τις επανδρώνουν, δεν έχουν δουλέψει ποτέ τους κι αδυνατούν να παράγουν αποτέλεσμα, και να μπούν στη θέση των υπολοίπων ημών. Αλλά ακόμη κι έτσι να μην είναι, είναι τέτοιο το πλέγμα των συμφερόντων, των εξαρτήσεων διεθνών και μη, διαπλοκών συμφερόντων που πρέπει να υπηρετηθούν, που είναι αδύνατο να βρεθούν λύσεις προς όφελος της κοινωνίας. Όσο η κοινωνία έχει εναποθέσει τη τύχη της στην εξουσία, τόσο οι «λύσεις» θα είναι σε βάρος της. Έτσι το μόνο που κάνουν οι πολιτικοί, είναι να παίρνούν μέτρα που διευρύνουν τη κρίση, οδηγώντας τη κοινωνία στη χειρότερη προοπτική του εξανδραποδισμού της, έναντι πινακίου φακής για χάρη των αφεντικών και των μεγάλων εθνικών και πολυεθνικών εταιρειών. Τηρούν ισορροπίες μεταξύ των ελίτ …, κι όπου βγεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις τη πληρώνουν οι αδύνατοι, δηλαδή η κοινωνία.  Άλλωστε όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου αδυνατούν –οι πιό ικανές επειδή δε το θέλουν- να μπούν στη θέση της κοινωνίας. Γι αυτό όσο πιο γρήγορα η κοινωνία απελευθερωθεί από δαύτους, τόσο πιό καλά για όλους μας.

20. Πότε θα ξαναγίνουμε όπως πριν;

Δε πρόκειται να ξαναγίνουμε όπως πρίν. Τουλάχιστον όχι σε ποσοτικό επίπεδο. Η συνταγή που επιλέχθηκε προτάσσει την ανταγωνιστικότητα. Που σημαίνει ότι θα πρέπει τα μεροκάματα να πεσουν σε …αφρικανικά επίπεδα, ώστε να γίνει η οικονομία ανταγωνιστική συμφωνα με τα καπιταλιστικά πρότυπα. Εκατομμύρια κινέζοι εργάζονται σε συνθήκες δουλείας, και αυτό είναι το πρότυπο ανταγωνιστικότητας που νομίζω δε θα θέλαμε να ζήσουμε… Άρα δεν είναι μόνο η ελλάδα, δεν είναι μόνο η ευρώπη, είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα. Λέγεται μετάλλαξη του καπιταλισμού σε παγκόσμια νεοφεουδαρχία.

21. Πότε θα έρθει η ανάπτυξη;

Ανάπτυξη θα έρθει όταν εσύ φτωχύνεις. Όταν τα μεροκάματα γίνουν «ανταγωνιστικά», όταν το δημόσιο θα περιορισθεί σε ρόλο νυχτοφύλακα-μπάτσου, και τραπεζίτη, όταν δε θα υπάρχει πρόνοια, παιδεία, υγεία, παρά μόνο για τους λίγους έχοντες. Η Γουατεμάλα είναι ένα τέτοιο υπόδειγμα ανάπτυξης.  Οι μεγάλες εταιρείες θα αυξάνουν τα κέρδη τους, και τα νοικοκυριά θα φτωχαίνουν, ζώντας μ’ ένα πιάτο φαϊ. Όταν ένας βγάζει τρισεκατομύρια, και οι υπόλοιποι λιμοκτονούν, ο μέσος όρος δείχνει την ανάπτυξη μιάς χώρας. Αυτό είναι ανάπτυξη γι αυτούς.1percent-scaled1000

22. Κι αν ψηφίσουμε αριστερά;

H αριστερα δεν είναι παρά μιά παραλλαγή της σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί ίσως να «απαλύνει» γιά λίγο τους όρους της εκμετάλλευσης, όμως δε θα πάψει να συντηρεί τους βασικούς κανόνες της λειτουργίας του συστήματος, τη κεφαλαιοκρατική τπυ –κερδοσκοπική του φύση, και τη κρατική κοινωνική καταδυνάστευση.

23. Πως διαμορφώνεται το τοπίο στο κόσμο;

Από μελέτη της Credit Swiss (μεγάλη ελβετική τράπεζα), το 8,7% του πληθυσμού της γής, κατέχει το 82% του παγκόσμιου πλούτου. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, δείχνει μιά προοπτική όπου 2-3 μεγάλες συμμαχίες πολυεθνικών εταιρειών δημιουργούν συμμαχίες, που ανταγωνίζονται η μία την άλλη στη παγκόσμια κατανομή. Θα ελέγχουν την υδρόγειο με ιδιωτικούς στρατούς κι αστυνομίες, θα ελέγχουν τη διατροφή με μεταλλαγμένα που θα εμφανίζονται σαν ευλογία μπροστά στο φάσμα της πείνας, θα ελέγχουν το νερό και όλες τις πλουτοπαραγφωγικές πηγές. Τα εθνικά κράτη θα είναι ένα μικρό διάλειμα στην ανθρώπινη ιστορία, οι κοινωνίες θα έχουν χάσει τις παραδόσεις τους, και οι άνθρωποι θα ζουν για να εργάζονται, έχοντας μετατραπεί σε άνοες μαζανθρώπους – εργασιακά υποζύγια.

24. Τι συμπεράσματα βγαίνουν με βάση τις αξίες μας;

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι θα πρέπει να καταλάβουμε ότι μιά κοινωνία που εστιάζει στο ατομικό κέρδος σαν αξία, θα έχει αυτά τα αποτελέσματα.

Θα πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Να καταλάβουμε ότι το παιχνίδι της οικονομίας παίχθηκε από τη πλευρά των κερδοσκόπων που με τη βοήθεια του κράτους κέρδισαν σε βάρος μας. Ο πραγματικός πλούτος παράγεται από τους εργαζόμανους, και μόνοι αυτοί έχουν δικαίωμα να τον απολαμβάνουν. Να καταλάβουμε ότι το παιχνίδι είναι στημένο, όπως στο καζίνο που η μπάνκα πάντοτε κερδίζει…

Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε αυτούς που τα δουλεύουν, και το παραγόμενο αποτέλεσμα θα πρέπει να το μοιραζόμαστε ισότιμα μεταξύ μας. Κανείς δεν είναι ανώτερος από το διπλανό του, γιατί όλοι μας ανάλογα με τις ιδιότητες μας έχουμε δυνατότητες και αδυναμίες. Κανείς δεν αξίζει να είναιο πιο πλούσιος από τον άλλον, αφού σε αυτόν τον άλλον οφείλει το πλούτο του.

Τι πρέπει να κάνουμε;ZAPATA

Να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. να ξανασυναντηθούμε με τα παιδιά μας, τα ξαδέρφια μας, το γείτονά μας. να φτιάξουμε κοινότητες. Κοινότητες διαβίωσης και κοινότητες αγώνα, χωρίς αρχηγούς. Να απελευθερωθούμε από τα δεσμά του κράτους και του κεφάλαιου. Μέσα από συνελεύσεις ν’ αποφασίζουμε για ότι μας αφορά, ισότιμα κι ελεύθερα. Να καταλάβουμε τους χώρους εργασίας και μαζί με όλους να αυτοδιευθύνουμε τα εργοστάσια και γενικότερα τους τόπους και τρόπους παραγωγής.

Να δημιουργήσουμε την ομόσπονδη αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία των ελεύθερων και ίσων. Να αγωνισθούμε για τη κοινωνική απελευθέρωση.

Categories
ΑΖΙΜΟΥΘΙΟ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Που πάει ο παλιός ο χρόνος;

Που πάει ο παλιός ο χρόνος;

Λίγες μέρες μείνανε για να ανοίξει το χρονοντούλαπο και να κλείσει μέσα στη λήθη, έναν ακόμα χρόνο που βαραίνει τις πλάτες μας. Η γιορτινή ατμόσφαιρα θα ελαφρύνει για λίγο τη διάθεσή και ίσως κάποιοι βρούνε ξεχασμένη, λίγη ελπίδα για να βάλουν στα γιορτινά τους ποτήρια, να τα τσουγκρίσουν και να ξαναβουτήξουν στα ίδια και τα ίδια.

Κάθε χρόνος που περνά, κάνει πιο ξεκάθαρο το τι επιφυλάσσει για τον καθένα η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Οι χιλιάδες αυτοκτονίες απελπισμένων, οι τραγικοί θάνατοι ανθρώπων που προσπαθούν με κάθε μέσο να ζεσταθούν και πνίγονται δίπλα στα μαγκάλια, οι δολοφονημένοι ανήμποροι ηλικιωμένοι για μια χούφτα χρυσαφικά, γίνονται εικόνες καθημερινές που περνάνε στα ψιλά γράμματα των εντεταλμένων μέσων μαζικής αποβλάκωσης.

Για εμάς η θολούρα της μέθης και η βουτιά στη λήθη, έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί, ως μέσο κατασπατάλησης της ίδιας μας της ζωής. Η απόφασή μας είναι να αγωνιστούμε για την Ισότητα και την Ελευθερία, έτσι ώστε οι πολιτικές αποφάσεις που καθορίζουν τις ζωές μας να λαμβάνονται από τη κοινωνία και μόνο, μέσα από συνθήκες γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης. Είναι πολλά αυτά που δεν μας επιτρέπουν να ξεχάσουμε και για αυτά θέλουμε να μιλήσουμε:

Το χρωστάμε στα παιδιά, στους συντρόφους, στους εαυτούς μας.

Το χρωστάμε στο κράτος που με την χρήση της κρατικής και παρακρατικής βίας και την καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, με την αρχή του “διαίρει και βασίλευε”, μέσω της επανεμφάνισης της «θεωρίας των δύο άκρων», με την ποινικοποίηση της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης, έχει δημιουργήσει ένα ολοκληρωτικό και βίαιο πολιτικό σύστημα.

Το χρωστάμε στους ανθρώπους που φεύγουν από το μέρος όπου γεννήθηκαν, για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή που κάποιοι τους έταξαν, και καταλήγουν νεκροί, φυλακισμένοι, δαρμένοι και εξευτελισμένοι, ως αναλώσιμα πιόνια στην σκακιέρα του αδηφάγου καπιταλιστικού κτήνους.

Το χρωστάμε σε όλους αυτούς που ψάχνουν να βρουν απαντήσεις για τα αίτια της κρίσης, που τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια τους. Και αναζητούν τη λύση, πάλι μέσα στο ίδιο σύστημα που για άλλη μια φορά υπόσχεται να τους βγάλει από την κρίση που το ίδιο δημιούργησε.

Το χρωστάμε στους συνδικαλιστές που ξεπουλάνε και εξαργυρώνουν τα κερδισμένα με αίμα, μέσα από ταξικούς εργατικούς αγώνες, εργασιακά δικαιώματα, για μια θέση βολέματος στο υπάρχον πολιτικό ή επιχειρηματικό κατεστημένο.

Το χρωστάμε σε όλους αυτούς που δείχνουν ότι οι δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης, όχι μόνο είναι εφικτές αλλά και υπαρκτές.

Το χρωστάμε στα ΑΜΕΑ που αντιμετωπίζουν το στίγμα, λόγω μόνιμων ή προσωρινών βλαβών, ανικανότητας, αδυναμίας, αναπηρίας ή συνδυασμό των παραπάνω, που προέρχονται από φυσική, ψυχική ή νοητική ανεπάρκεια

Το χρωστάμε σε όλους αυτούς που αγωνίστηκαν από τα βάθη της ιστορίας και αγωνίζονται μέχρι σήμερα, για την κοινωνική απελευθέρωση μέσα από όρους Ισότητας και Ελευθερίας και στον δρόμο τους συνάντησαν και συναντούν τον θάνατο, την βίαιη καταστολή, την διαπόμπευση και την φυλάκιση.

…Τα λέμε στον δρόμο.