Categories
Uncategorized

Συνδικαλισμός από “τα κάτω”

Οι αγώνες των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, τα εργασιακά δικαιώματα που συρρικνώνονται, οι αδιέξοδες και αναποτελεσματικές τακτικές της ΓΣΕΕ και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, κάνουν επιτακτική την ανάγκη ενός αδέσμευτου συνδικαλισμού «από τα κάτω». Παραθέτουμε τις θέσεις της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε – μέσα από μια συζήτηση που είχαμε με μέλη της, που φωτίζουν μια τέτοια απόπειρα.

  1. Τα τελευταία χρόνια και παρά τη σφοδρή επίθεση του κεφαλαίου στους εργαζόμενους, αυτοί δεν μπόρεσαν να απαντήσουν. Τι φταίει γι’ αυτό;

Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν αγώνες που ανέδειξαν εντυπωσιακά ενδιαφέρουσες διαθέσεις από την πλευρά των εργαζομένων. Ξεκινώντας από την πολύ μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων στις απεργίες και τις απεργιακές διαδηλώσεις της πρώτης περιόδου της κρίσης και της καπιταλιστικής επίθεσης, που καταλήγει σε μία τομή στις 5 Μαΐου του 2010 και φθάνοντας ως τον σημερινό επίμονο αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, θα βρούμε πολλές περιπτώσεις απεργιών και αγώνων που δόθηκαν και δίνονται, στους ΟΤΑ, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, τον χώρο της υγείας, στα ΜΜΕ, στη Χαλυβουργία φυσικά, σε μια σειρά επιχειρήσεων που κλείνουν ή δεν πληρώνουν και πολλούς ακόμα. Υπό αυτή την έννοια, είναι κάπως σχηματικό να πούμε ότι οι εργαζόμενοι δεν απάντησαν. Αυτό που ισχύει είναι ότι, έως τώρα, η απάντηση αυτή δεν είναι αποτελεσματική. Ως προς αυτό, είναι προφανές ότι η πορεία που πήρε το εργατικό κίνημα, όχι μόνο αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια και θα πρόσθετα όχι μόνο στην Ελλάδα, έχουν το σημαντικότερο μερίδιο της ευθύνης. Ειδικότερα η μορφή του κρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί στην Ελλάδα, αποδείχθηκε όχι μόνο ανίκανη να αναπτύξει νικηφόρους αγώνες και να προωθήσει την εργατική αλληλεγγύη, την ενότητα των αγώνων, την κλιμάκωση και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, αλλά επίσης έχει καλλιεργήσει σε μεγάλο βαθμό την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και τη λογική της ανάθεσης μέσα στον ίδιο τον κόσμο της Εργασίας.
Θέση μας είναι ότι παράλληλα με την ανάπτυξη των αγώνων, οφείλουμε στους εαυτούς μας μια μακρά και επίπονη προσπάθεια συγκρότησης διαφορετικών οργανωτικών δομών στο εργατικό κίνημα, που θα καταλήξουν στη συγκρότηση μιας νέας συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, οριζόντιας οργανωτικά, με πραγματικά ομοσπονδιακή και αλληλέγγυα δομή και αντικαπιταλιστικής πολιτικά, που θα διαχωριστεί πλήρως από τη ΓΣΕΕ.

  1. Οι εργαζόμενοι, ειδικά οι νεώτερης ηλικίας, θεωρούν τους «συνδικαλιστές» ειδικά και τον συνδικαλισμό γενικώς, αναχρονιστικό, ξεπερασμένο, αλλά και «βρώμικο». Ποιος ο λόγος αυτής της αντιμετώπισης και ποια η απάντησή σας σε αυτά;

Θα ήταν πραγματικά ανησυχητικό εάν η κοινωνία, ο κόσμος της Εργασίας και  οι νέοι εργαζόμενοι έδειχναν εμπιστοσύνη στον συνδικαλισμό όπως είναι σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε για ημιμαχόμενες γραφειοκρατίες που διασφαλίζουν την ήττα και στη χειρότερη για δομές ευθέως εξαρτημένες από το Κράτος και το Κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συνδικαλισμός στη ρίζα  του δεν είναι αυτό. Ο συνδικαλισμός υπήρξε η άμεση, αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στην ταξική τους καταπίεση, αρχικά στον χώρο δουλειάς τους και τελικά σε όλο το πεδίο της ταξικής πάλης. Η μορφή αυτή οργάνωσης διεφθάρη ιστορικά, σε όλον τον κόσμο, από τις αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας που θέλησε να μετατρέψει την εργατική τάξη σε κοινοβουλευτικό κατοικίδιο, αλλά και τη λενινιστική αντίληψη που θέλει να τον ενσωματώσει σε ένα δικτατορικό πολιτικό σχέδιο τα αποτελέσματα του οποίου βιώθηκαν αρνητικά σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι ο κυρίαρχος συνδικαλισμός είναι πλήρως εξαρτημένος από το Κράτος, ουσιαστικά εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια. Περιπτώσεις ατομικής διαφθοράς και συμμετοχής στην εξουσία προφανώς χειροτερεύουν την εικόνα –και δικαίως.

Το ζήτημα είναι η απαξίωση αυτής της μορφής του συνδικαλισμού να μην έχει ως αποτέλεσμα την αδράνεια. Αυτό δεν είναι εύκολο. Πρέπει οι κινήσεις ενός διαφορετικού συνδικαλισμού να οξύνονται και να ενοποιούνται ώστε αργά – αργά να αρχίσουν να συγκροτούν μια διαφορετική προοπτική για τον κόσμο της Εργασίας. Μια ματιά σε τέτοιες κινήσεις σήμερα στο εργατικό κίνημα θα μας δείξει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έρημο τοπίο. Εχουμε ανάγκη όμως μεγαλύτερο συντονισμό και οπωσδήποτε μερικές πρώτες νίκες που θα λειτουργήσουν ως παράδειγμα.

  1. Απέναντι στον «επίσημο» συνδικαλισμό, αλλά και στον κομματικό τύπου ΠΑΜΕ, ποια είναι η δική σας πρόταση;

Προτείνουμε τη συγκρότηση συνδικαλιστικών δομών σε αντικαπιταλιστική και ελευθεριακή κατεύθυνση, που θα ενοποιούνται στη βάση των αναγκών και της δράσης των εργαζομένων. Αντιλαμβανόμαστε το συνδικάτο ως έναν φορέα που την ίδια στιγμή διεξάγει την καθημερινή πάλη σε όλα τα επίπεδα, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής και ταυτόχρονα προετοιμάζει στο εσωτερικό του τη νέα κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι πλάι στον οικονομικό αγώνα, διεξάγει αγώνα για τα δικαιώματα, αγώνα ενάντια σε κάθε κοινωνικό διαχωρισμό, εθνικό, ρατσιστικό, σεξιστικό ή άλλο, ενώ παράλληλα δοκιμάζει στο εσωτερικό του τις δομές της αλληλεγγύης και της πλήρους ισότητας.
Υπό αυτούς τους όρους, το επαναστατικό συνδικάτο είναι και η μόνη άμεση και ωφέλιμη οργάνωση των εργαζομένων.

  1. Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλες οι απεργίες δεν βρήκαν παρά ελάχιστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη, τόσο από την υπόλοιπη κοινωνία, όσο και από άλλους εργασιακούς χώρους. Πως μπορεί να αναστραφεί αυτό; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να υπάρξει μια επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση;

Η απουσία δομών αλληλεγγύης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος υποσκάπτει την έκφραση έμπρακτης συμπαράστασης στους εργατικούς αγώνες, πόσο μάλλον που από την άλλη πλευρά η φασιστική λογική του «κοινωνικού αυτοματισμού» προωθείται κατά κόρον. Η λογική ωστόσο του κοινωνικού κανιβαλισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνική διεκδίκηση στρέφεται ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία και θα τη βρει απέναντι, δε μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα από μια κοινωνία – σουβλάκι από ηττημένους. Ας μην υπερβάλουμε όμως ως προς την επιτυχία της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αδυναμία που νιώθουν οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν αποτελεσματικά στους αγώνες που αναπτύσσονται και η οποία τους οδηγεί στην αδράνεια και τη μοιρολατρία. Και η απάντηση σε αυτό είναι η οργάνωση της τάξης κατά τρόπο που θα της επιτρέπει να απαντά ενιαία στις επιθέσεις που δέχεται. Αρα, η υπέρβαση του κρατικού και του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί. Είναι απαραίτητος λοιπόν ο συντονισμός και η ομοσπονδοποίηση των δομών που αναπτύσσονται σε επίπεδο χώρων δουλειάς, γειτονιάς, πόλης, μέσα στις οποίες συνενώνονται εργαζόμενοι και άνεργοι, μετανάστες και ντόπιοι.

Ειδικά σήμερα, το μέγεθος της επίθεσης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη κάθε νίκη σε απλό επιχειρησιακό ή κλαδικό επίπεδο. Χρειάζεται η γενίκευση των απαντήσεων, των στόχων και των σχεδιασμών, έξω από τις συστημικές λογικές της συνδιαλλαγής με το Κράτος και το Κεφάλαιο.

  1. Η απεργία είναι το μοναδικό όπλο στα χέρια των εργαζομένων;

Το όπλο των εργαζομένων είναι ότι στην πραγματικότητα είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο της παραγωγής. Ακόμα και σήμερα, με την επίθεση της κρίσης, είναι τα αφεντικά που εξαρτιόνται από εμάς. Αυτό το όπλο αξιοποιείται με διάφορους τρόπους που για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να περιλαμβάνουν την άμεση δράση και την αλληλεγγύη. Υπό αυτή τη συνθήκη, η απεργία είναι το σημαντικότερο μέσο των εργαζομένων και η Γενική Απεργία το εργαλείο της νίκης τους. Ωστόσο, ελπίζω ότι είναι καθαρός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτή την προοπτική και τις απεργίες της ήττας που προκηρύσσει από καιρό σε καιρό η ΓΣΕΕ, καλλιεργώντας την απογοήτευση και την αδιαφορία.

  1. Η κυβέρνηση σύμφωνα με πληροφορίες θα κατεβάσει νόμο που θα κάνει ακόμα δυσκολότερη τη κήρυξη απεργιών και γενικότερα τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση σε αυτό;

Η «νομιμότητα» των απεργιών υπήρξε ιστορικά μια συνδιαλλαγή του Κράτους και του Κεφαλαίου με τον συνδικαλισμό, προκειμένου να τον ενσωματώσει. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, υπήρξε επιτυχημένη. Οι μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος ωστόσο δε βασίστηκαν στη νομιμότητα, αλλά παρήγαγαν δίκαιο οι ίδιες. Δεν υποστηρίζω ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια ιστορική στιγμή. Το ζητούμενο ωστόσο για το εργατικό κίνημα δεν είναι να παρακαλέσει για τη νομιμοποίηση των μεθόδων του, αλλά να επιβάλει στην κοινωνία τους συσχετισμούς εκείνους που δεν θα επιτρέπουν στο Κράτος και το Κεφάλαιο να πραγματοποιούν τις απειλές και τις επιθυμίες τους.

Τα τελευταία χρόνια, το σύνολο σχεδόν των απεργιακών κινητοποιήσεων κρίθηκε παράνομο από τα δικαστήρια. Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε αν αυτό που εμπόδισε την κλιμάκωση αυτών των αγώνων ήταν οι δικαστικές αποφάσεις ή η απουσία αποφασιστικότητας και δομών ικανών και πρόθυμων να τις υπερβούν.
Δεν θέλω να πω ότι η ποινικοποίηση των αγώνων και των αγωνιστών δεν είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη στην ταξική πάλη. Εντούτοις, το να βασίζουμε τη νομιμοποίηση των αγώνων στο Κράτος είναι μια συνταγή βέβαιης ήττας. Η εργατική τάξη πρέπει να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της στη δυνατότητά της να παράγει δίκαιο. Δεν είναι άλλωστε πολύ μακρινές οι εποχές που εργατικοί αγώνες συνέτριψαν δικαστικές αποφάσεις και νίκησαν.

Στη σημερινή περίοδο της οξυμένης καταστολής μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς και του πογκρόμ απολύσεων, οφείλουμε επίσης να αναζητήσουμε τρόπους προστασίας των αγωνιστών. Κάτι που σημαίνει ότι ένα τμήμα της συνδικαλιστικής δουλειάς οφείλει να γίνεται εκ των πραγμάτων σε συνθήκες παρανομίας και ότι τμήματα των δράσεων βασίζονται στην διεπαγγελματική αλληλεγγύη των εργαζομένων.

  1. Μέσα σε όλη αυτήν την επίθεση του κεφαλαίου και τις συνεχείς ήττες των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, έχουν σημειωθεί κάποιες ρωγμές που μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα κάποιας αντεπίθεσης; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα επιτυχημένων απεργιακών κινητοποιήσεων;

Ανέφερα και προηγουμένως ότι στις σημερινές συνθήκες η απαίτηση για νίκες σε επίπεδο επιχειρησιακό ή μόνο κλαδικό αγγίζει τα όρια της ουτοπίας. Βρισκόμαστε σε συνθήκες ταξικού πολέμου και όχι κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Οι νίκες λοιπόν θα είναι συνολικές ή, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπάρξουν. Ολοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε. Ενας – ένας, θα χάσουμε όλοι, ο καθένας με τη σειρά του. Με αυτό δεν εννοώ ότι οι κλαδικοί αγώνες είναι μάταιοι –κάθε άλλο. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναζητήσουμε άμεσα τους τρόπους περάσματος από το επιχειρησιακό στο κλαδικό και από το κλαδικό στο γενικό, για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να πετύχουμε νίκες. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα επαναλάβω ότι αυτό είναι κυρίως αντικείμενο μιας διαφορετικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, με ελευθεριακές δομές και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Σημειώνω ότι ακόμα και σήμερα, σε μικρές περιπτώσεις όπου αυτό υπήρξε, επιτεύχθηκαν μικρές, μερικές και παραδειγματικές νίκες. Θα επισημάνω για παράδειγμα, την περίπτωση του ΔΟΛ, όπου σε ένα σύνολο 600 απολύσεων που δεν έγινε κατορθωτό να απαντηθούν τα τελευταία τρία μόλις χρόνια, μία από όλες έγινε δυνατό να ανακληθεί. Είναι αυτή ενός εργαζόμενου κούριερ, ακριβώς επειδή το συνδικάτο του λειτούργησε με αυτόν τον υποδειγματικό τρόπο: άμεση δράση, πραγματική αλληλεγγύη και απουσία οποιασδήποτε αυταπάτης ότι ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα αφεντικά είναι εφικτή κάποια διευθέτηση χωρίς μάχη.

Ωστόσο, όσο αυτό το είδος της παρέμβασης δεν αγκαλιάζει μεγάλα κομμάτια της τάξης, σε διεπαγγελματικό και διακλαδικό επίπεδο, οι νίκες αυτές κινδυνεύουν, εκτός από μικρές, να αποδειχθούν και προσωρινές.

  1. Πολλοί στον αναρχικό χώρο, θεωρούν το συνδικαλισμό και ειδικότερα τον αναρχοσυνδικαλισμό ξεπερασμένο, αλλά και μερικό. Πολλοί αμφισβητούν ακόμα και τη ταξική πάλη. Ο αγώνας των εργαζομένων είναι ταξικός ή μπορεί να είναι και κάτι άλλο;

Μπορούμε ξέρετε να αμφισβητήσουμε ακόμα και το ότι η Γη γυρίζει, κανείς δεν το απαγορεύει. Ωστόσο, δείτε τι συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο: το Κεφάλαιο έχει εξαπολύσει μια πελώρια επίθεση ενάντια στην Εργασία. Αυτό συνοδεύεται από μια τρομακτική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά ισχυρών, μια τεράστια χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που προκαλείται από την εκτόξευση της ανεργίας σε αδιανόητα επίπεδα και τη συμπίεση των μισθών και φυσικά από την έξαρση της κρατικής καταστολής και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Όλα αυτά είναι ακριβώς δείγματα της ταξικής πάλης σε οξυμένη μορφή. Μόνο που αυτή διεξάγεται κυρίως από την αντίπαλη τάξη, τους καπιταλιστές. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα «δραπετεύσουμε» από αυτό το πρόβλημα –δεν είναι άλλωστε δυνατό κάτι τέτοιο- αλλά πώς θα διεξάγουμε τον ταξικό πόλεμο από τη δική μας σκοπιά.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι μια πρόταση για να διεξαχθεί αυτή η πάλη με ελευθεριακούς όρους, δηλαδή από τη βάση, χωρίς ιεραρχία και με ομοσπονδιακή οργάνωση, σεβόμενη την αυτονομία των διαφορετικών χώρων και με γνώμονα τις ανάγκες και όχι έναν συγκεντρωτικό κορσέ, προερχόμενο από την ιδεολογία είτε από κάποια κεντρική επιτροπή. Σε αυτή τη βάση συσπειρώνει εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένους εργαζόμενους και στην πραγματικότητα συναντιέται στη δράση πολλών εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο. Δεν αντιλαμβάνομαι υπό ποία έννοια είναι «ξεπερασμένος» και από τι. Το ότι οι μορφές της καταπίεσης αλλάζουν δεν αναιρεί το γεγονός ότι η βάση τους είναι οικονομική. Και προφανώς ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν εξαντλεί τη δράση του στο οικονομικό πεδίο, όπως συχνά λαθεμένα θεωρείται, εκκινεί από αυτό.

Εδώ θέλω να θυμίσω ότι ο αναρχισμός ως ρεύμα της νεωτερικότητας είναι μία τάση μέσα στη σοσιαλιστική οικογένεια, η μία από τις δύο τάσεις της πρώτης Εργατικής Διεθνούς, άρα ένα ταξικό κίνημα. Διαφοροποιείται από τον εξουσιαστικό σοσιαλισμό ως προς το ότι αρνείται την ωφελιμότητα οποιουδήποτε «επαναστατικού κράτους», εργατικού ή μεταβατικού, καθώς και ότι προτάσσει την άμεση οργάνωση των εργατών ανά χώρο δουλειάς σε ομοσπονδία, έναντι του πολιτικού κόμματος που είναι ένας εξωτερικός προς την τάξη μηχανισμός. Υπό αυτή την έννοια ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ο αναρχισμός της πράξης. Αλλά ακόμα κι αν αυτή η οπτική τεθεί υπό συζήτηση, δεν μπορώ να φανταστώ έναν αναρχισμό που να «αμφισβητεί την ταξική πάλη». Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χάνουν οι λέξεις το νόημά τους, παύει να είναι αναρχισμός και γίνεται κάτι άλλο. Μπορούμε να το σεβαστούμε, να το συζητήσουμε, αλλά όχι να το αποκαλέσουμε «αναρχισμό».

Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συζήτηση περί τέλους της εργατικής τάξης και των τάξεων εν γένει, ειδικά η συζήτηση περί τέλους των κοινωνικών υποκειμένων ως οργανωμένη συγκρότηση συμφερόντων, είναι μια συζήτηση που πηγάζει από τον φιλελευθερισμό, που από κάθε άποψη βρίσκεται στον αντίποδα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός αναγνωρίζει τη δυνατότητα της ελευθερίας του καθενός μόνο μέσα στην ισότητα όλων, άρα στην κατάργηση και όχι στην άρνηση των τάξεων.

 

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ως προς αυτό η εκδοχή της οργάνωσης των καταπιεσμένων από τη βάση, δηλαδή στο πεδίο της πιο άμεσης καθημερινής καταπίεσης, χωρίς να μένει μόνο σε αυτή. Επομένως, συναντιόμαστε στη βάση των κοινών μας προβλημάτων

  1. Πιστεύετε ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός πρέπει να συνδεθεί με κινήματα γειτονιάς, περιβαλλοντικά, αντιφασιστικά κλπ. και αν ναι πως;

Επαναλαμβάνω  ότι η αντίληψη ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός ασχολείται με οικονομικά ζητήματα ή ζητήματα μέσα στους χώρους δουλειάς μόνο, συνιστά μια παρεξήγηση.  Ο αναρχοσυνδικαλισμός αναγνωρίζει την οικονομική καταγωγή της εκμετάλλευσης, η οποία προκύπτει από την αντίθεση του Κεφαλαίου με την Εργασία. Στην κοινωνική σχέση Εργασία ωστόσο, περιλαμβάνεται κάτι πολύ ευρύτερο από τον «εργάτη του εργοστασίου», περιλαμβάνεται το σύνολο των ανθρώπων που υπόκεινται στην κυριαρχία του Κεφαλαίου και το σύνολο της κυριαρχίας αυτής. Σας απαντώ λοιπόν ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός συνδέεται με κάθε μορφή καταπίεσης, εκμετάλλευσης, κοινωνικού διαχωρισμού. Η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε άλλωστε συμμετέχει ενεργά σε πρωτοβουλίες σαν αυτές που αναφέρετε και άλλες ακόμα.  αρχείο λήψης (1)αρχείο λήψης