Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αναρχία, Κράτος, Αριστερά

Η μακρά ιστορία του εργατικού κινήματος ασφαλώς σφραγίζεται από την ύπαρξη δύο
παραδόσεων που προχωράνε σε τροχιές οι οποίες άλλοτε συναντιούνται και άλλοτε
χωρίζουν, ενίοτε αβυσσαλέα. Μιλάμε ασφαλώς για την αναρχική και τη μαρξιστική
παράδοση που αμφότερες με λόγια και με έργα προσπάθησαν να υπηρετήσουν την
υπόθεση της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης.
Σε αυτή την διαδρομή, οι ρήξεις είναι μάλλον περισσότερες από τις
συγκλίσεις και η συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία μάλλον συνηγορεί υπέρ αυτών
που θεωρούν ότι, αργά ή γρήγορα, κάθε ιστορική απόπειρα συμπόρευσης αναρχικών
και μαρξιστών είναι καταδικασμένη εξαιτίας θεμελιωδών θεωρητικοπρακτικών
διαφορών.
Αν θέλουμε, με κάποια αυθαιρεσία, να ορίσουμε ένα εναρκτήριο σημείο αυτής
της ρήξης θα μπορούσαμε ίσως να το βρούμε σε μιαν αλληλογραφία μεταξύ Μαρξ
και Προυντόν του 1846, πριν δηλαδή και από την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς. Ο
Προυντόν, απαντώντας σε πρόσκληση του Μαρξ να συμμετάσχει σε ένα διεθνές
δίκτυο αλληλογραφίας που σκοπό είχε να συντονίζει διεθνείς επαναστατικές κινήσεις,
διατυπώνει τις επιφυλάξεις του και τις προϋποθέσεις που έθετε για να συμμετάσχει σε
ένα τέτοιο εγχείρημα, επισημαίνοντας ζητήματα «δογματισμού» που διέκρινε στη
μαρξική θεωρία καθώς και τον κίνδυνο αυτή να μετατραπεί σε νέα θεολογία.
Η κύρια φάση της κοινής και ταυτόχρονα διαφορετικής μοίρας των δύο αυτών
παραδόσεων είναι ασφαλώς η Πρώτη Διεθνής. Στα γόνιμα αλλά και ταραχώδη χρόνια
του μοναδικού αυτού εγχειρήματος στην ιστορία του εργατικού κινήματος αναρχικοί
και μαρξιστές είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τα όρια της σύμπραξής τους και να
βρεθούν αντιμέτωποι με τα χάσματα διαφορετικών ερμηνειών της πραγματικότητας,
αλλά κυρίως διαφορετικών στρατηγικών όσον αφορά την υπόθεση της ανθρώπινης
χειραφέτησης. Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί σχετικά και ασφαλώς είναι μια
συζήτηση που δεν μπορεί να χωρέσει στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Ας
αρκεστούμε εδώ στα λόγια τού Nico Berti («Μαρξισμός και αναρχισμός στην Πρώτη
Διεθνή», Κοινωνικός αναρχισμός 1, Θεσσαλονίκη 2014) σχετικά με την κρίσιμη
διαφωνία περί κράτους: «Ο αναρχισμός, επιβεβαιώνοντας την ιστορικότητα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δίνει μια εξήγηση της ανισότητας μεταξύ των
ανθρώπων η οποία δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική: πράγμα που υπονοεί την
ιεραρχία ως αποτέλεσμα εφαρμογής τής εξουσιαστικής αρχής, τη διαμόρφωση και τη
διαιώνιση κάθε εξουσίας, την εξουσία ως εξουσία […] Στην αναλυτική αυτή
προοπτική ο καπιταλισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ιστορική μορφή της
εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν αρκούσε για τον λόγο αυτό στους
αναρχικούς να καταστραφεί το κεφάλαιο, ήταν ανάγκη να καταστραφεί και το κράτος
[…] Ο μαρξισμός αντιθέτως θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν εντελώς ιδεαλιστικά,
γενικότητες […] Αποδίδοντας ειρωνικά στον Μπακούνιν την αντιστροφή τής σχέσης
δομής και υπερδομής, ο Ένγκελς συνόψιζε τη διαφορά με τους αναρχικούς: “Ενώ η
μεγάλη μάζα των σοσιαλδημοκρατών εργατών συμφωνεί μαζί μας θεωρώντας πως η
κρατική εξουσία δεν είναι άλλο από την οργάνωση που οι άρχουσες τάξεις –
καπιταλιστές και γαιοκτήτες– καθιέρωσαν για να προστατεύσουν τα κοινωνικά τους
προνόμια, ο Μπακούνιν κηρύσσει πως το κράτος δημιούργησε το κεφάλαιο, πως ο
καπιταλιστής έχει το κεφάλαιό του μόνο χάρη στο κράτος. Αφού επομένως το κράτος
είναι το κύριο κακό, είναι ανάγκη να καταστρέψουμε πριν απ’ όλα το κράτος, το
κεφάλαιο μετά θα πάει στο διάβολο από μόνο του. Εμείς, αντίθετα, λέμε καταργήστε
το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση της ολότητας των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία
και τα κράτος θα πέσει από μόνο του”».
Αν ο δέκατος ένατος αιώνας σημαδεύτηκε από τις θεωρητικές διαμάχες
αναρχικών και μαρξιστών στην προοπτική της προετοιμασίας επαναστάσεων, ο
εικοστός τούς έφερε ενώπιον επειγόντων πρακτικών καθηκόντων.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε ότι οι διαμάχες και η ρήξη στα χρόνια
της Πρώτης Διεθνούς δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοσυγκρασιακών διαφορών ανάμεσα
στον Μαρξ και τον Μπακούνιν αλλά ανταποκρινόταν σε πραγματικές ηθικοπολιτικές
αποκλίσεις των δύο ρευμάτων.
Παρά τις ισχυρές επιφυλάξεις εκ μέρους των αναρχικών, δεν έλειψαν κι
εκείνοι οι οποίοι είδαν με καλό μάτι την επανάσταση και ήταν πρόθυμοι να
παραμερίσουν τις θεωρητικές τους ενστάσεις προκειμένου να βοηθήσουν στην
επαναστατική ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος ο Κροπότκιν που
προηγουμένως είχε αρνηθεί θυμωμένος να αναλάβει μια θέση στην προσωρινή
κυβέρνηση Κερένσκι, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ναι μεν οι μπολσεβίκοι πασχίζουν
να εισαγάγουν ουσιώδεις αλλαγές, αλλά οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν καθιστούν
απολύτως αδύνατη την επιτυχία και ανοίγουν το δρόμο στην αντίδραση.
Τον Μάιο του 1919 ο Κροπότκιν και ο Λένιν συναντήθηκαν για πρώτη και
τελευταία φορά. O Κροπότκιν διατύπωσε χωρίς περιστροφές τη θέση του: «Εσύ κι
εγώ έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι στόχοι μας φαίνεται να συμπίπτουν,
αλλά έχω πολύ διαφορετικές από σένα απόψεις για τα μέσα, τις ενέργειες και την
οργάνωση. Οι φίλοι μου κι εγώ δεν θα αρνηθούμε να σε βοηθήσουμε· αλλά η βοήθειά
μας θα συνίσταται μόνο στο ότι θα σου αναφέρουμε όλες τις αδικίες που
διαπράττονται οπουδήποτε και κάνουν τον λαό να υποφέρει». Ο Λένιν αφού πρώτα
δέχθηκε την ιδιότυπη αυτή προσφορά άρχισε να πετά στα σκουπίδια τα γράμματα του
Κροπότκιν αγανακτισμένος: «Αυτός ο γερο-γκρινιάρης με κούρασε. Δεν έχει ιδέα από
πολιτική και χώνεται παντού δίνοντας συμβουλές, οι περισσότερες εκ των οποίων
είναι ανόητες».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η καθημερινότητα στο μετεπαναστατικό καθεστώς,
ο τρόπος οργάνωσης της ζωής και της εργασίας, η δράση της μυστικής αστυνομίας, η
γραφειοκρατία, οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων, η
καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης απογοήτευσαν ακόμη και όσους έβλεπαν
γεμάτοι ελπίδες τη Σοβιετική Ένωση, όπως η Έμμα Γκόλντμαν: «Είχα φτάσει γεμάτη
ελπίδες να βρω μια χώρα νεογέννητη, με το λαό δοσμένο ολόψυχα στη μεγαλειώδη
αλλά δύσκολη δουλειά τής επαναστατικής ανοικοδόμησης. Λαχταρούσα να λάβω
μέρος ενεργά στο μεγαλόπνοο έργο. Η ρώσικη πραγματικότητα μου φάνηκε
τερατώδης, ολότελα ξένη προς το όραμα που με έφερε στη γη της επαγγελίας με τόσο
μεγάλες προσδοκίες. […]. Συνειδητοποίησα με φρίκη πως η Ρωσική Επανάσταση
είχε πεθάνει. Μπροστά μου ορθωνόταν το εφιαλτικό κράτος των Μπολσεβίκων, που
συνέθλιβε κάθε επαναστατική προσπάθεια ανοικοδόμησης, καταπίεζε, εξευτέλιζε,
διέλυε τα πάντα».
Η δεύτερη πράξη του ιστορικού δράματος συνύπαρξης και ρήξης μεταξύ
αναρχικών και κομμουνιστών παίχτηκε ασφαλώς στην Ισπανία του ’36. Αναρχικοί,
τροτσκιστές και σταλινικοί βρίσκονται να πολεμούν από κοινού τους φασίστες τού
Φράνκο, σύντομα όμως ξεσπά εμφύλιος μέσα στον εμφύλιο. Το Κομμουνιστικό
Κόμμα συνεχίζει την πρακτική της εκκαθάρισης των διαφωνούντων. Αυτό που έχει
αλλάξει είναι ότι ο εδραιωμένος πλέον σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση δεν κρατά
ούτε τα προσχήματα. Ενδεικτικά είναι τα όσα έγραφε η Πράβντα στις 17 Δεκεμβρίου
του 1936: «Η εκκαθάριση των τροτσκιστών και αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων
έχει ήδη ξεκινήσει στην Καταλονία. Αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί στην Ισπανία με
την ίδια ενεργητικότητα που επιδείχθηκε και στην ΕΣΣΔ».
Σήμερα που ο καπιταλισμός αποκτά όλο και πιο ολοκληρωτικά
χαρακτηριστικά, που κράτος και κεφάλαιο αμφότερα γιγαντωμένα επιτίθενται και
καταστρέφουν τις ελάχιστες κατακτήσεις των καταπιεσμένων και οδηγούν
ολόκληρους πληθυσμούς στην κυριολεκτική τους εκμηδένιση είναι εύλογο, ίσως, το
ερώτημα αν τα ανταγωνιστικά κινήματα έχουν την πολυτέλεια να μένουν
αγκυλωμένα στις ιστορικές τους διαφορές ή αν θα πρέπει –έστω και υπό το βάρος
των συνθηκών έκτακτης ανάγκης που αντιμετωπίζουμε– να ενώσουν τις δυνάμεις
τους σε μία αντικαπιταλιστική προοπτική.
Σε αυτό το σημείο, πέραν όλων των ιστορικών εμπειριών που, κατά τη γνώμη
μου, καθιστούν εύλογη κάθε επιφυλακτικότητα εκ μέρους των αναρχικών, θα πρέπει
νομίζω η Αριστερά (τουλάχιστον εκείνα τα ειλικρινή και μη ενσωματωμένα κομμάτια
της) να προβεί σε έναν γενναίο αναστοχασμό σε σχέση με παραδοσιακές επιλογές της
που στοίχισαν στα ανταγωνιστικά κινήματα, φορτώνοντάς τα με αυταπάτες και
συνακόλουθες ήττες. Μιλώ για την κύρωση, δια της συμμετοχής, της
κοινοβουλευτικής απάτης, την λογική τής ανάθεσης και των πρωτοποριών, την
σοσιαλδημοκρατικής προελεύσεως εκτίμηση ότι μια αριστερή κοινοβουλευτική νίκη
μπορεί να αποβεί υπέρ των εργατικών συμφερόντων, την ενίσχυση με κάθε τρόπο της
αντίληψης πως ο καπιταλισμός εξανθρωπίζεται, πως το κράτος είναι ένα ουδέτερο
κέλυφος που παίρνει χαρακτηριστικά ανάλογα με το ποιος το ελέγχει, πως η σημερινή
Ευρώπη και τα κράτη τα οποία την απαρτίζουν μπορεί να είναι κάτι άλλο από
μηχανισμοί ωμής βίας και ταξικής εκμετάλλευσης.
Αν οι φίλοι μαρξιστές θυμόντουσαν ότι μία από τις τελευταίες πράξεις τού
Μαρξ ως στοχαστή ήταν Η κριτική του προγράμματος της Γκότα θα είχαν,
ενδεχομένως, αποφύγει λάθη σαν τη συμπόρευση με τη συριζαϊκή παρωδία της
«αριστερής ελπίδας», τις ολέθριες συνέπειες της οποίας καλούμαστε να πληρώσουμε
όλοι.

Κώστας Δεσποινιάδης (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος», 30-1-16)

Categories
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

«Ο άνθρωπος, ένας κόσμος ομοσπονδιών»

Το παρακάτω απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο του Κώστα Γαλανόπουλου «ο κόσμος όπως είναι!» των εκδόσεων Στάσει Εκπίπτοντες.

Ειναι ανακοινωση που εγινε στο 3ο Διεθνες Συνεδριο του Anarchist Studies Network.

«Ο άνθρωπος, ένας κόσμος ομοσπονδιών»

Η ασυμβατότητα αναρχισμού και ατομικισμού.

Θα ήθελα να ξεκινήσω θέτοντας, μάλλον ρητορικά, το εξής ερώτημα: τι είναι αναρχισμός ; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: ποια είναι η θέση του αναρχισμού στην ιστορία των πολιτικών ιδεών ;

Ειδικότερα, υπάρχει ένας αναρχικός κανόνας με βάση τον οποίο μπορούμε νόμιμα να συμπεριλάβουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένα συστήματα σκέψης ; Κατά καιρούς διάφορες απαντήσεις έχουν δοθεί στο ερώτημα αυτό. Για παράδειγμα, ο κανόνας τον τριών στοχαστών ( Προυντόν , Μπακούνιν , Κροπότκιν) και η αντίρρηση σε αυτόν ότι αποκλείει άλλους σημαντικούς στοχαστές (Μαλατέστα) και ειδικότερα πως δεν συμπεριλαμβάνει γυναίκες (Γκόλντμαν). Επίσης, ο κανόνας της δυτικής παράδοσης που αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό ως ένα σύστημα σκέψης που ξεπηδά μέσα από τη δυτική φιλοσοφική παράδοση, δηλαδή τον Διαφωτισμό. Η αντίρρηση εδώ είναι πως ο κανόνας αυτός παραβλέπει κινήματα και παραδόσεις εκτός Δύσεως που πλούτισαν τον αναρχισμό πολυποίκιλα. Το βασικό όμως, ερώτημα που παραμένει ακόμα συζητήσιμο και εν πολλοίς αναπάντητο είναι το εξής: δεδομένης της ευρέως αποδεκτής άποψης πως ο αναρχισμός αποτελεί τη σύνθεση δυο ρευμάτων σκέψης, του ατομικιστικού και του κοινωνικού ή κολεκτιβιστικού υπάρχει κάποιος τρόπος να ελέγξουμε τη βασιμότητα μιας τέτοιας παραδοχής; Πώς μπορούν δυο τόσο αντίθετα και ασύμβατα συστήματα σκέψης να θεωρηθούν μέρη της ίδιας παράδοσης; Με ποιο τρόπο ο στιρνερικός εγωτισμός και ο κομμουνισμός του Κροπότκιν είναι αμφότεροι αναρχισμός ;

Θα προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά επιχειρηματολογώντας ως εξής: πρώτον, θα υποστηρίξω πως στον πυρήνα όλων των πολιτικών φιλοσοφιών βρίσκεται η ιδέα της ανθρώπινης φύσης. Οι πολιτικές μας ιδέες βρίσκονται και σχηματίζονται με βάση του τι πιστεύουμε πώς είναι ο άνθρωπος. Δεχόμενος αυτό, έπειτα , θα υποστηρίξω πως ο πλέον πρόσφορος τρόπος για να ελέγξουμε τη συμβατότητα ή όχι δύο συστημάτων σκέψης είναι να συγκρίνουμε τις θεμελιακές τους ιδέες περί της ανθρώπινης φύσης. Παραβλέποντας τις όποιες ιδεολογικές εξωτερικές ομοιότητες θα χρειαστεί να κατέλθουμε στα βάθη, στον πυρήνα της σκέψης: στη θεωρία της ανθρώπινης φύσης. Αυτά που θα ανασύρουμε από εκεί θα μας βοηθήσουν να αποφασίσουμε για τη συμβατότητα ή όχι. Εφαρμόζοντας αυτόν τον μεθοδολογικό κανόνα στον αναρχισμό θα προσπαθήσω να δείξω πως το κανονικό/κολεκτιβιστικό/κομμουνιστικό ρεύμα είναι ασύμβατο με το ατομικιστικό και επιπλέον πως θα πρέπει να εξαιρέσουμε το δεύτερο από την αναρχική παράδοση. Αρχικά, θα εξετάσω παράλληλα την λοκιανή και την στιρνερική ανθρωπολογία, προσπαθώντας να δείξω το κοινό φιλοσοφικό σημείο από το οποίο και οι δύο εκκινούν. Έπειτα αφού παρουσιάσω την αναρχική θεωρία της ανθρώπινης φύσης θα δείξω πως όχι μόνο οι δύο είναι ασύμβατες αλλά και αλληλοαποκλειόμενες.

Η μοντέρνα εποχή ξεκινά, μεταξύ άλλων , και με αυτή την αξαιρετικά κρίσιμη σκέψη : εγκαταλείπει την αρχαία και μεσαιωνική αντίληψη του ανθρώπου ως οργανικού και αναπόσπαστου μέρους του συνόλου, είτε αυτή είναι η πόλις είτε η κοινότητα είτε η χριστιανοσύνη. Από εδώ και στο εξής, και εκκοσμικεύοντας την προτεσταντική αντίληψη περί της ατομικής και αυτόνομης σχέσης του ατόμου με το θείο, το εναρκτήριο σημείο αναφοράς είναι πλέον το άτομο. Η ανθρωπολογία του Λοκ θέτει το επιχείρημα εμφατικά και με αυτό αρχίζει η καινούρια εποχή στην πολιτική φιλοσοφία: η (πολιτική) κοινωνία δεν είναι ένα οργανικό όλον, αλλά η εθελοντική ένωση ατόμων των οποίων η πράξη συγκροτεί το κοινωνικό (πολιτικό). Επιπλέον, το άτομο θεωρείται αυτόνομο υπό την εξής έννοια: γύρο από αυτό σχηματίζεται μία σφαίρα εντός της οποίας κανείς, ούτε καν η κρατική εξουσίας, δεν έχει το δικαίωμα να εισέλθει. Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, ο Λοκ είναι υποχρεωμένος να υποθέσει το ακόλουθο: αν ο άνθρωπος είναι ατομικότητα , δηλαδή μια αυτόνομη και αδιάρρηκτη σφαίρα, πρέπει να είναι ο ιδιοκτήτης της. Η σφαίρα μου είναι ιδιωτική επειδή είναι δική μου, μου ανήκει. Καθώς αυτή η σφαίρα είμαι εγώ, εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης του εαυτού μου. «Κάθε άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του. Πάνω σε αυτόν κανείς δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα παρά μόνο ο ίδιος». Αυτή είναι μια ανθρωπολογία βασισμένη στην ιδέα της ιδιοκτησίας: «Ο άνθρωπος, όντας κύριος και ιδιοκτήτης του εαυτού του, και των πράξεων ή της εργασίας του, φέρει εντός του το σπουδαίο θεμέλιο της ιδιοκτησίας». Η ιδιοκτησία εδώ γίνεται αντιληπτή πρωταρχικά ως ποιότητες όπως η ζωή και η ελευθερία και έπειτα ως η κατοχή υλικών αγαθών, Φυσικά ο Λοκ για να μην παραδοξολογήσει υποχρεούται να παραδεχτεί πως «ο Θεός έχοντας φτιάξει τον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο που να μην είναι καλό για αυτόν να είναι μόνος του, τον έθεσε κάτω από ισχυρές δεσμεύσεις αναγκαιότητας, άνεσης και ροπής για να τον οδηγήσει εντός της κοινωνίας». Η πρωταρχική αυτή κοινωνία είναι η οικογένεια, με κανένα τρόπο όμως αυτή δεν είναι η πολιτική κοινωνία. Βρισκόμαστε ακόμη εντός της φυσικής κατάστασης, την οποία πρέπει οικειοθελώς να εγκαταλείψουμε και να εισέλθουμε στην πολιτική κοινωνία. Αυτό μπορούμε να το επιτύχουμε μόνο παραιτούμενοι οικειοθελώς από ορισμένα από τα φυσικά μας δικαιώματα, όπως η απόλυτη ελευθερία, και να σχηματίσουμε έτσι την πολιτική κοινωνία, την Κοινοπολιτεία. Ο σχηματισμός της κοινοπολιτείας είναι δυνατός μόνο μέσω της συναίνεσης, μέσω ενός συμβολαίου. Πρέπει να έχουμε κατά νου πως αυτή είναι μια ιδιοκτησιακή θεωρία, έτσι εκκινούμε από το άτομο ιδιοκτήτη, το άτομο που κατέχει τον εαυτό του, και που καταλήγουμε σε μια οικονομικού/εμπορικού τύπου έννοια, αυτή του συμβολαίου.

Ο Στίρνερ ακολουθεί αυτή την παράδοση, κάτι που διακηρύσσει εμφατικά απο τον τίτλο του magnum opus του: Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του! Ακόμη και αν ο εγωιστής του Στίρνερ δεν είναι το άτομο του φιλελευθερισμού, παρόλα αυτά η στιρνερική ατομικότητα δομεί τον εαυτό της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο :«Η δύναμη μου είναι η ιδιοκτησία μου». Όλες οι αφηρημένες ιδέες και η καθολικότητες αυτού του κόσμου, απαιτώντας τη θυσία του εαυτού μου προς όφελος τους, με αποτρέπουν από το να γίνω αυτό που πραγματικά οφείλω να είμαι, με αποτρέπουν από το να γίνω αυτό που πραγματικά οφείλω να είμαι, δηλαδή Εγωιστής. Και γίνομαι Εγωιστής μόνο όταν επανεγκαθιδρύω την εξουσία μου, όντας κύριος του εαυτού μου, ο ιδιοκτήτης μου. Αυτή είναι αναντίρρητα μια ανθρωπολογική θεωρία που επίσης βασίζεται στην ιδέα της ιδιοκτησίας:«Στην έμπρακτη ιδιοκτησία το άτομο προηγείται. Ο εαυτός μου είναι η πρώτη ιδιοκτησία μου». Η στιρνερική ατομικότητα σχηματίζει τον εαυτό της μέσω της δύναμης της, αντιθετικά και ενάντια σε οτιδήποτε εξωτερικό προς αυτήν, είτε πρόκειται για άλλα άτομα είτε πρόκειται για εγκαθιδρυμένες δομές ή ιδέες. Είναι ξεκάθαρο πως ο Στίρνερ δέχεται την ιδέα της αδιάρρηκτης σφαίρας γύρω από το άτομο και μάλιστα με πολεμική διάθεση, σπρώχνοντας την ιδέα στις ακρότατες συνεπαγωγές της : « Κράτησε και πάρε αυτό που σου χρειάζεται. Έτσι, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων έχει κηρυχθεί και εγώ μόνο αποφασίζω τι θα γίνει δικό μου». Ακόμη και ο Στίρνερ όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα της πρωταρχικής κατάστασης της ύπαρξης, δηλαδή την οικογένεια. Έτσι, υποχρεούται να υποστηρίξει πως το άτομο οφείλει να διακόψει τους οικογενειακούς δεσμούς εισερχόμενος στην ανδρική ηλικία, ως ενήλικας, ως ένας αληθινός πλέον Εγωιστής. Σε αυτό το στάδιο το άτομο επαναδημιουργεί τους απαραίτητους συλλογικούς δεσμούς μέσω της συμφωνίας, με την οικειοθελή ένωση με τους άλλους, με άλλα λόγια, μέσω ενός συμβολαίου.

Τι είναι ο άνθρωπος ρωτά ο Προυντόν; και απαντά «ο άνθρωπος είναι μια σύνοψη του σύμπαντος»! Και δεν πρέπει να μας ανησυχεί η ποιητική γλώσσα ή ο,τι σε αυτή τη φάση μοιάζει αφηρημένο’ ο Στίρνερ μας περιμένει στη γωνιά, μη το ξεχνάμε’ γιατί ο Προυντόν γίνεται και πιο συγκεκριμένος. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, και μάλιστα ένα ζώο που ζει κοινωνικά. Αντίθετα από ο,τι η Λογική μπορεί να μας επιβάλει ή με το πού μπορεί να μας οδηγήσει η εγελιανή διαλεκτική, πρέπει να σχηματίσουμε την ανθρωπολογία μας χρησιμοποιώντας την μόνη έγκυρη μέθοδο, δηλαδή την επιστήμη και μάλιστα την επιστήμη της βιολογίας. Έτσι, ο άνθρωπος «είναι κοινωνικός από ένστικτο», αλλά καθώς κατέχει ιδιότητες προσήκουσες στο είδος του, όπως η ικανότητα της σκέψης και της λογικής, αν και «κοινωνικός από ένστικτο, κάθε μέρα γίνεται κοινωνικός από σκέψη και επιλογή» Αυτή η σύνοψη του σύμπαντος λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο από ύλη, μια βιολογική μονάδα η οποία υποδέχεται και επανασυνθέτει με τη σειρά της όλα εκείνα τα άπειρα στοιχεία και τις δυνάμεις των οποίων οι διαρκείς συγκρούσεις και επανασυνθέσεις είναι ο υλικός κόσμος. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται από τους άλλους και με τη σειρά του διαμορφώνει τους άλλους και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται επ’άπειρον.

Οι φυσικές επιστήμες και ειδικά η επιστήμη της βιολογίας είναι επίσης τα εργαλεία που χρησιμοποιεί και ο Μπακούνιν για να κατανοήσει το τι είναι ο άνθρωπος. Παρόμοια με τον Προυντόν θεωρεί τον άνθρωπο απλώς ένα ζώο, ανάμεσα στα υπόλοιπα ζώα του πλανήτη. Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, και διαμορφώνεται και ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, τις φυσικές δηλαδή αναγκαιότητες που καθορίζουν όλη του τη βιολογική ύπαρξη. Τι μπορεί, όμως, αυτός ο αδιαπραγμάτευτος νατουραλισμός να μας πει για την αδιαφιλονίκητη μοναδικότητα κάθε προσώπου; «Ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου προϊόν του περιβάλλοντος που τον έθρεψε και τον μεγάλωσε ένα αναπόφευκτο, αθέλητο και συνεπώς ανεύθυνο προϊόν[…..] η ατομική του φύση είναι καθορισμένη από έναν άπειρο αριθμό περιστάσεων και συνθηκών, οι οποίες προηγούνται από την εμφάνιση της θέλησης του, και η οποία με τη σειρά της καθορίζει τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα του να αποκτά και να αφομοιώνει αισθήματα, ιδέες και συνειρμούς που δουλεύτηκαν από αιώνες ανάπτυξης και μεταβιβάστηκαν στον καθένα ως κοινωνική κληρονομιά». Έτσι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας κληρονόμος, ο οποίος με τη σειρά του αφήνει τη δική του κληρονομιά σε αυτούς που θα έρθουν.

Με τον ίδιο τρόπο και ο Κροπότκιν εγκαταλείπει τη μεταφυσική και ζητά τη βοήθεια της επιστήμης: «η φυσιολογική (physiological) μελέτη των φαινομένων της ζωής, της διάνοιας , των αισθημάτων και των παθών [δείχνει] ότι όλα αυτά μπορούν να αναλυθούν σε χημικά και φυσικά (physical) φαινόμενα». Ο άνθρωπος είναι ένα αδιαχώριστο κομμάτι του υλικού κόσμου, ένα ζώο ανάμεσα στα άλλα κοινωνικά ζωικά είδη. Αυτή η κοινωνικότητα δεν είναι παρά ένα βιολογικό δεδομένο, μια βιολογική αναγκαιότητα απαραίτητη στον συλλογικό αγώνα για επιβίωση. Η κοινωνικότητα, και συγκεκριμένα η πρακτική της έκφραση που είναι η αλληλοβοήθεια, διαμορφώνεται με τη σειρά της από τον αργό μετασχηματισμό της κοινωνικής ζωής όπως αυτός εκφράζεται μέσω των εθίμων, των συνηθειών και των τρόπων συμπεριφοράς. Έτσι, κάθε άτομο είναι η συγκεκριμένη προσωποποίηση αυτής της διαρκούς διαδικασίας. Με αυτόν τον τρόπο η ανθρωπολογία του Κροπότκιν συλλαμβάνει τον άνθρωπο επίσης ως κληρονόμο, καθώς, επιπλέον, η δύναμη του εθίμου και της συνήθειας, «κληρονομημένα σε εμάς από τους ανθρώπινους ή μη ανθρώπινους προγόνους μας», ορατή στο αποτέλεσμά της στη συνειδητή εμπρόθετη δραστηριότητα του ανθρώπου δημιουργεί έα υπόστρωμα κινητήριων δυνάμεων, την ασύνειδη ζωή, η οποία παίζει έναν «τεράστιο ρόλο στη ζωή μας καθώς αποτελεί τα τρία τέταρτα της σχέσης μας με τους άλλους».

Ο κοινός τόπος για την ανθρωπολογία των Λοκ και Στίρνερ μπορεί να περιγραφεί με την ακόλουθη φράση: αμφότερες βασίζονται στην ιδέα της ιδιοκτησίας. Ο άνθρωπος, το άτομο ή ο Εγωιστής συλλαμβάνονται ως ιδιοκτήτες. Ιδιοκτήτης υλικών αγαθών, αλλά το πιο σημαντικό, καθώς αποτελεί την εναρκτήρια θεωρητική θέση, ως ιδιοκτήτης του ίδιου του εαυτού. Το να είμαι ο ιδιοκτήτης του εαυτού μου σημαίνει πως μόνο εγώ διαμορφώνω και αναπτύσσω τον εαυτό μου μέσω της γνώσης των θεϊκών νόμων είτε της λογικής είτε μέσο των δυνάμεων μου. Συνεπάγεται πως γύρο μου σχηματίζεται μια σφαίρα, ένας περιμετρικός φράχτης, εντός του οποίου εξασκώ τα ιδιοκτησιακά μου δικαιώματα και τον οποίον ουδείς δικαιούται να παραβιάσει. Ακολούθως, η αξία που πρωτίστως εκτιμάται είναι η προσωπική αυτονομία του ατόμου, είτε πρόκειται για την λοκιανή αυτόνομη ατομικότητα είτε για τον στιρνερικό εγωισμό. Πάνω σε αυτό βασίζεται τόσο ο λοκιανός ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, με την επιφυλακτικότητα του απέναντι στην κρατική εξουσία, όσο και ο στιρνερικός εξτρεμιστικός εγωισμός με την απόλυτη του εχθρότητα απέναντι στο Κράτος. Επιπλέον, καθώς και οι δύο θεωρούν ότι υπάρχει μια κατάσταση προπολιτική/προσυλλογική ‘ στον Λοκ η φυσική κατάσταση προηγείται της Κοινοπολιτείας, στον Στίρνερ το άτομο δεν είναι πλήρως Εγωιστής παρά μόνο με την ωριμότητα και τη χρήση των δυνάμεων του- συνεπάγεται πως ο σχηματισμός του πολιτικού/συλλογικού δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μίας τεχνικής, τεχνητής διαδικασίας. Για τον Λοκ οι άνθρωποι σχηματίζουν την Κοινοπολιτεία μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας και της συναίνεσης, για τον Στίρνερ οι Εγωιστές μόνο οικειοθελώς μπορούν να συσχετιστούν μεταξύ τους. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι πως αμφότερες αυτές οι διαδικασίες συλλαμβάνονται με καθαρά οικονομικούς όρους. Δηλαδή, πρόκειται για ιδιοκτήτες που ανταλλάσσουν μέρος των κτήσεων τους με σκοπό είτε να κερδίζουν κάτι είτε επεκτείνουν τα κτητικά τους δικαιώματα, να ωφεληθούν από αυτή την εμπορικού τύπου ανταλλαγή ή επέκταση.

Ζητώντας ένα σύστημα σκέψης του οποίου οι θεωρητικές απαρχές να είναι ασύμβατες και επιπλέον ξεκάθαρα εχθρικές προς αυτήν την ιδιοκτησιακή ανθρωπολογία, θα πρέπει να στραφούμε στον αναρχισμό. Ο άνθρωπος στον αναρχισμό δεν είναι παρά ένας κληρονόμος των συλλογικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας, κληρονόμος που επαναδιατυπώνει και επανορίζει με τη σειρά του αυτά που λαμβάνει, στέλνοντας τα πίσω στο όλον. Την πιο ξεκάθαρη διατύπωση αυτής της ιδέας τη βρίσκουμε στα λόγια του Μπακούνιν :«μόνο όσοι έχουν άγνοια του φυσικού και κοινωνικού νόμου της ανθρώπινης αλληλεγγύης [μπορούν να] φανταστούν πως η αμοιβαία και απόλυτη ανεξαρτησία μεταξύ των ατόμων και των μαζών μπορεί να είναι εφικτή ή ακόμα επιθυμητή». Το να επιθυμείς κάτι τέτοιο σημαίνει πως επιθυμείς την καταστροφή της κοινωνίας, γιατί ολόκληρη η κοινωνική ζωή δεν είναι παρά η συνεχής αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των ατόμων και των μαζών. Κάθε στιγμή , κάθε άτομο …. συνεισφέρει στη παραγωγή της θέλησης των μαζών, όπως επίσης και στη δράση τους, όντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα τους. Η ίδια η ελευθερία του ατόμου πηγάζει από τον τεράστιο αριθμό των υλικών, πνευματικών και ηθικών επιρροών με τις οποίες όλα τα άτομα γύρο του καθώς και η κοινωνία- στην οποία γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει- συνεχώς επιδρούν πάνω του. Το να επιθυμείς να ξεφύγεις από αυτήν την επιρροή στο όνομα μιας υπερβατικής, θεϊκής, απόλυτης και αυτάρκους ελευθερίας σημαίνει το να καταδικάζεις τον εαυτό στην ανυπαρξία… η η αυτονομία, τόσο εκθειασμένη από τους ιδεαλιστές και μεταφυσικούς, και η ατομική ελευθερία νοούμενη έτσι, είναι απλά τίποτα. Στη φύση, όπως και στην ανθρώπινη κοινωνία,η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτή η ίδια η φύση, οτιδήποτε ζωντανό υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση οτι παρεμβαίνει με το πιο θετικό τρόπο … στη ζωή των άλλων». Η ανθρωπολογία του αναρχισμού δεν αφήνει χώρο για μια ιδιοκτησιακή σύλληψη του ανθρώπου. Έπεται πως καθώς δεν υπάρχει οποιουδήποτε τύπου ατομικότητα δεν γίνεται δεκτός ο τεχνητός σχηματισμός της πολιτικής κοινωνίας. Ο Προυντόν για να ορίσει τον άνθρωπο ως κοινωνική ύπαρξη ακολουθεί τον Αριστοτέλη: ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικό. Η πρωταρχική κατάσταση της ύπαρξης του είναι η πολιτεία, δηλαδή η κοινωνία. Με βάση αυτά, ο αναρχισμός απορρίπτει οποιαδήποτε αντίληψη μιας πρωταρχικής- προπολιτικής, άρα προκοινωνικής- φυσικής κατάστασης και- το πλέον σημαντικό-κάθε ιδέα μιας συμβολαιικής θεωρίας σχηματισμού του πολιτικού. Αλλά, η πιο σημαντική συνεπαγωγή μιας τέτοιας ανθρωπολογίας, η οποία διαφοροποιεί τον αναρχισμό από το σύνολο σχεδόν της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης και δομεί τη θεωρητική και φιλοσοφική του ιδιοσυστασία, είναι η ακόλουθη : ο αναρχισμός όχι μόνο αρνείται και απορρίπτει οποιαδήποτε αντίληψη της δομικής έντασης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, αλλά βρίσκει μια τέτοια ιδέα ως καθαρή ανοησία, ως αδιανόητη.

Η απόρριψη του δυϊσμού αυτού αρκεί για να διαφοροποιήσει τον αναρχισμό από τις ατομικιστικές θεωρίες,ειδικά από εκείνη του στιρνερικού εγωισμού. Οι εξωτερικές ομοιότητες, όπως ο αντικρατισμός , δεν αρκούν για να συμφιλιώσουν τις δυο παραδόσεις. Γιατί, ο αντικρατισμός του Στίρνερ θεμελιώνεται στην ιδέα της ατομικής αυτονομίας, στην ακραία της μορφή του εγωισμού, ενώ του αναρχισμού στην κοινωνικότητα και στην αμοιβαιότητα, δηλαδή στην αλληλεγγύη και στην αδιαπραγμάτευτη ισότητα.
Ο αναρχισμός δεν είναι-και δεν μπορεί να είναι , αλλά ούτε και οφείλει να είναι – τα πάντα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος , θεωρητικός, φιλοσοφικός η άλλος , που να μας αποτρέπει από το να συμπεριλαμβάνουμε ή να εξαιρούμε από αυτόν ό,τι θεωρούμε σωστό πως πρέπει. Το επιχείρημά μου είναι πως πρέπει να διαθέτουμε και να χρησιμοποιούμε ένα εργαλείο που να μας επιτρέπει να διευκρινίζουμε τι είναι και τι δεν είναι ο αναρχισμός. Ένα από τα πλέον πρόσφορα εργαλεία για αυτό είναι οι θεωρητικές συνεπαγωγές της ανθρωπολογικής θεωρίας του αναρχισμού. Η υπέροχη φράση του Κροπότκιν – ο άνθρωπος ως ένας κόσμος ομοσπονδιών- μπορεί να χρησιμεύσει ως υπογράμμιση αυτής της ανθρωπολογίας. Οφείλουμε, έτσι, να διαχωρίσουμε τον αναρχισμό από τον στιρνερικό ατομικισμό, όπως οφείλουμε να υποβάλουμε τα σέβη μας και να αναγνωρίσουμε το χρέος μας στην στιρνερική σκέψη. Καθώς, και σύμφωνα με τον Προυντόν :«η φράση ‘‘σε ξεπλήρωσα, δεν σου χρωστώ τίποτα πλέον‘‘ είναι εξαιρετικά απεχθής».

Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οργάνωση ενάντια στην παρέα

Το κείμενο που ακολουθεί, πρωτοδημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος της θεωρητικής επιθεώρησης Κοινωνικός Αναρχισμός που εκδίδουν οι ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ. Ευχαριστούμε του συντρόφους-ες των εκδόσεων για την αποστολή του κειμένου.
Οργάνωση ενάντια στην παρέα
η διαδικασία της υπεραυτονόμησης και οι δομικές αδυναμίες μιας αναρχικής συλλογικότητας

του Αντώνη Δρακωνάκη

«Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας πιστεύουμε ότι η έλλειψη
κοινωνικών προσβάσεων είναι αυτή που μας κάνει ακίνδυνους για την
κρατική εξουσία. Γιατί την κοινωνική επανάσταση δεν θα την κάνουμε
εμείς και η παρέα μας, αλλά το σύνολο των εκμεταλλευόμενων,
κάνοντας το αναρχικό όνειρο πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι
όποιος δεν βλέπει την αναγκαιότητα υποδομής και οργάνωσης του
χώρου -με παράλληλα επιλεγμένα χτυπήματα ενάντια στο
κράτος- ασυνείδητα και με μια δογματική και κοντόφθαλμη πρακτική,
δημιουργεί εμπόδια για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος
στην Ελλάδα και μετατρέπει σε καθημερινό εφιάλτη το αναρχικό όνειρο».[1]

Είναι αλήθεια ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και λόγω των μικρών ηλικιών που επικρατούν στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, η διαδικασία με την οποία σχηματίζεται και λειτουργεί μια α/α συλλογικότητα, λαμβάνει χώρα με όρους παρέας. Αυτό, σε πρώτο χρόνο, δεν κρίνεται de facto ως αρνητικό· κανείς δεν μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρήσει δυστύχημα τη δημιουργία μιας συλλογικότητας από μια ήδη υπάρχουσα παρέα φίλων που την ίδια στιγμή πολιτικοποιήθηκε σε μια πόλη της επαρχίας ή σε μια γειτονιά της Αθήνας. Δομικά, λοιπόν, η δημιουργία μιας πολιτικής συλλογικότητας βασισμένης, αρχικά, σε σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας, δεν κρίνεται αρνητικά. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο, στην εξέλιξη και διαμόρφωση της ομάδας μέσα στο χρόνο.
Αφού συσταθεί η εκάστοτε συλλογικότητα, αρχίζει η διαδικασία κατασκευής ενός κοινού τόπου μεταξύ των μελών. Τα μέλη της διαμορφώνονται συλλογικά, αναπτύσσουν τον κοινό πολιτικό τους λόγο και οικοδομούν μια συλλογική καθημερινότητα, που τις περισσότερες φορές μετατρέπεται στη «δική τους» πραγματικότητα. Σε αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η πηγή του κακού.
Ελέω μηδενικού άνωθεν ελέγχου (εννοούμε προφανώς τον συλλογικό έλεγχο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης Οργάνωσης ή μιας Ομοσπονδίας), η ομάδα δημιουργεί μια «ολόδική» της αντίληψη για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι που, λόγω της μη δέσμευσής της από οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, γίνεται χρόνο με τον χρόνο και δράση με τη δράση όλο και πιο πραγματική, καθώς παίρνει σάρκα και οστά ως συλλογικά βιωμένη εμπειρία (διαδικασία υπεραυτονόμησης της συνέλευσης). Η αντίληψη αυτή εμφανίζεται ως συνισταμένη διαφόρων παραγόντων όπως τα κοινά διαβάσματα, η κοινή καθημερινότητα, οι κοινές κινηματικές εμπειρίες και, τέλος, η επιρροή των εξεχουσών προσωπικοτήτων κάθε συνέλευσης, που για διάφορους λόγους προμηθεύουν την ομάδα και τα μέλη της με την ορολογία, τις θεωρητικές πηγές και την κεντρική δομή της σκέψης της.
Οι «αόρατοι καπεταναίοι»[2] ή «αγωνιστές με επιρροή»[3], σύμφωνα με τον επιεικέστερο όρο, είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο, σύμφυτο με τις αρχές της συλλογικής οργάνωσης και της ανθρώπινης εξέλιξης (ηλικία, εμπειρία, οξυδέρκεια, υπόβαθρο), πολύ κοντά στη φουκωική μικροφυσική της εξουσίας. Αυτό που το καθιστά πρόβλημα, δεν είναι αυτό καθαυτό το φαινόμενο, αλλά το αφορμαλιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, καθώς και η δυναμική που αποκτά.
Η άτυπη ιεραρχία δεν αντιμετωπίζεται με γκρίνια αλλά με έλεγχο· συλλογικό, δημοκρατικό και πολιτικό, που θα πηγάζει όχι από τη βούληση κάποιων αλλά από την ίδια τη δομή. Η πολιτική επιβούλευση κάποιων συνελεύσεων από συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των προσώπων αυτών αλλά κυρίως της ίδιας της συνέλευσης, του ίδιου του συστήματος λειτουργίας. Μια προσωπικότητα πατάει στο κενό που της αφήνουν οι υπόλοιποι· δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ομάδες, που αν τους στερήσεις ένα-δυο άτομα, φυτοζωούν· κι εδώ ερχόμαστε στο ζήτημα της συσσώρευσης εμπειρικού-γνωστικού κεφαλαίου[4] (ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου στο μικρο-επίπεδο μιας συνέλευσης).
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι «οι αγωνιστές με επιρροή» κατέχουν κάποιου είδους τεχνογνωσία· μια τεχνογνωσία που, αντί να διαχυθεί στη συνέλευση, παραμένει μονοπωλιακά στα χέρια κάποιων ατόμων, που καταφέρνουν να κυριαρχούν σε μια σχέση εξάρτησης. Αυτή η τεχνογνωσία δεν προέρχεται αποκλειστικά από τη ρητορική τους δεινότητα, αλλά από μια διαδικασία άντλησης πνευματικής υπεραξίας: από το συσσωρευμένο εμπειρικό κεφάλαιο ολόκληρης της συνέλευσης το οποίο, κατά την αναδιανομή του, υφίσταται ένα βραχυκύκλωμα.
Πιο απλά, κάθε συλλογικότητα συσσωρεύει μέσα από τις δράσεις και την εμπειρία της ένα εμπειρικό-γνωστικό κεφάλαιο. Αρχικά, το κεφάλαιο αυτό υφίσταται μόνο ως συλλογικό προϊόν· υπάρχει, δηλαδή, ως κεφάλαιο της ομάδας συνολικά, και δεν έχει εξατομικευθεί. Η αδράνεια, όμως, πολλών μελών, ελλείψει συγκεκριμένης στοχοθεσίας και πολιτικών θέσεων σε επίπεδο ομάδας (επιρρίπτουμε τις ευθύνες στη δομή και όχι στα πρόσωπα), σε συνδυασμό με τις έμφυτες ικανότητες των «αγωνιστών με επιρροή», οδηγούν το συσσωρευμένο αυτό κεφάλαιο στα χέρια λίγων, που επωφελούνται έτσι (πολλές φορές χωρίς πρόθεση) από τις δομικές ανισότητες του αφορμαλισμού. Αυτό που χρειαζόμαστε, λοιπόν, δεν είναι η εκδίωξη αυτών των λίγων, αλλά η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα διαμοιράζει ισότιμα το εν λόγω κεφάλαιο σε όλα τα μέλη της συνέλευσης. Ο αφορμαλισμός είναι η ελεύθερη αγορά ενός κινήματος, κι όπου υπάρχει ελεύθερη αγορά υπάρχουν και κεφαλαιοκράτες.
Η διαδικασία της υπεραυτονόμησης που περιγράψαμε νωρίτερα, δεν ανακόπτεται ούτε από τα νέα μέλη μιας συλλογικότητας που λίγο-πολύ αναγκάζονται να αφομοιωθούν από την μικροπραγματικότητα της ομάδας και να επαγρυπνούν για τη διαφύλαξη του πολυπόθητου αυτεξούσιου.
Τα νέα μέλη έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά μια σειρά προβλημάτων: από ένα ήδη εδραιωμένο σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας της ομάδας (ορολογία, ατάκες, εσωτερικό χιούμορ, θέματα ταμπού, πολιτικές αναφορές), μέχρι τον άτυπο (αυθόρμητο) σεβασμό στα πιο επιφανή/ενεργά μέλη της και, εν τέλει, την αποδοχή ή τη σύγκρουση με μια συγκροτημένη αντίληψη της ίδιας της πραγματικότητας ‒ την «πραγματικότητα» της συλλογικότητας που προαναφέραμε.
Επιφορτισμένα να προσαρμοστούν σ’ έναν καινούργιο μικρόκοσμο, δομημένο χωρίς αυτούς, τα νέα αυτά μέλη έχουν τρεις βασικές επιλογές: (α) να προσαρμοστούν στο υπάρχον πλαίσιο και να αποδεχτούν τους κανόνες, (β) να προσπαθήσουν να το αλλάξουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και, τέλος, (γ) να το απορρίψουν και να εγκαταλείψουν την ομάδα. Το πρόβλημα είναι ότι, ανάμεσα στις δυο πρώτες επιλογές, υπάρχει μια εγγενής ανισότητα που, κατά τη γνώμη μας, προκύπτει και πάλι από την έλλειψη δομής.
Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση βλέπουμε ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η ζυγαριά γέρνει προς την πρώτη επιλογή (δεν εξετάζουμε την τρίτη)· ένα νέο μέλος, δηλαδή, προσαρμόζεται αργά ή γρήγορα στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα της ομάδας, χωρίς καν να προσπαθήσει να αμφισβητήσει το υπάρχον πλαίσιο. Αυτό, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανασφάλεια που έχει, όχι μόνο σε σχέση με το αν έχει την ικανότητα να το κάνει αλλά και με το αν έχει κατανοήσει το ίδιο το πλαίσιο· αν έχει καταλάβει καλά, δηλαδή, σε τι πάει να αντιπαρατεθεί.
Η εν λόγω ανισότητα έγκειται στη δομική αδυναμία των νέων μελών να αλλάξουν το υφιστάμενο πλαίσιο. Αδυναμία που οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: (α) στη διαφορά ηλικίας νέων και «παλιών», μαζί με ό,τι άλλο αυτή συνεπάγεται, και (β) στη σχετικότητα του πολιτικού πλαισίου της εκάστοτε συλλογικότητας.
Καταρχάς, είναι γνωστό ότι ο «χώρος» αντλεί νέα μέλη σχεδόν αποκλειστικά από μικρές ηλικίες, κυρίως από φοιτητές και νεολαίους. Έτσι, για έναν πιτσιρικά, η διαφορά ηλικίας, εμπειρίας και θεωρητικού υποβάθρου ανάμεσα σ’ αυτόν και τα παλαιότερα μέλη είναι πολύ αισθητή – πρώτα και κύρια από τον ίδιο. Ακόμα, το νέο μέλος, τις περισσότερες φορές δυστυχώς, δεν θα βρει μπροστά του ένα πλαίσιο συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, διαμορφωμένων από ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων που ξεπερνάει τα στενά όρια της συλλογικότητάς του· αντιθέτως, θα έρθει αντιμέτωπο με ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών που συγκροτούν, όπως προαναφέραμε, την πραγματικότητα μιας ομάδας είκοσι ανθρώπων.[5] Η σχετικότητα του αντικειμένου, λοιπόν, το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αμφισβητήσει, απονοηματοδοτεί την ίδια την αμφισβήτηση.
Για να το καταστήσουμε πιο σαφές, η σχετικότητα αυτή έγκειται στην έλλειψη ρητά διατυπωμένων πολιτικών θέσεων και στην (πολιτική) ανευθυνότητα που ευδοκιμεί στις μικρές άγνωστες συλλογικότητες, εν τη απουσία ευρύτερου πολιτικού φορέα με όνομα και αναγνωρισιμότητα. Ως αποτέλεσμα της σχετικότητας αυτής, η οποιαδήποτε κριτική προσκρούει σε μια σχεδόν εθιμοτυπική λειτουργία[6] της εκάστοτε ομάδας που, τις περισσότερες φορές, έχει ως συνέπεια να μην μπορούν να λυθούν πολιτικά οι διαφορές. Ελλείψει συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, καταστατικού κ.λπ., η όποια κριτική γίνεται αποκλειστικά πάνω στην «τακτική» μιας συλλογικότητας και όχι στην αντιστοιχία της τακτικής αυτής με τις θέσεις της. Επίσης, εφόσον η επιτακτικότητα της τάδε ή της δείνα δράσης κρίνεται κάθε φορά μόνο από την αντίληψη ή την όρεξη των ανθρώπων που απαρτίζουν μια συλλογικότητα και δεν καθορίζεται από την ίδια την κοινωνική αναγκαιότητα ή από την βαρύτητα μιας ευρύτερης απόφασης για δράση σε πανελλαδικό επίπεδο, η διαφωνία θα λάβει χώρα με όρους προσωπικής κριτικής εντός της συλλογικότητας και όχι με όρους πολιτικής συνέπειας και κοινωνικής ευθύνης.
Αυτό που υποστηρίζουμε, λοιπόν, είναι ότι οι έξωθεν πιέσεις (στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης) δεν «υποτάσσουν» μια συλλογικότητα αλλά, αντίθετα, τη βοηθάνε να διασαφηνίσει το πολιτικό της πλαίσιο, να πάρει αποστάσεις στα αμφιλεγόμενα σημεία και να πολιτικοποιήσει τις διαφωνίες και τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Από την άλλη, η υπεραυτονόμησή της τη μετατρέπει σε μια παρέα, που επιλύει τις διαφορές της με αποκλειστικό κριτήριο τη συνοχή της και την ποιοτική αντιστοιχία ανάμεσα στις εκάστοτε πολιτικές της φιλοδοξίες και στην απόδοση των μελών της. Σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο, αν μια συλλογικότητα καταφέρνει να πραγματώσει τις πολιτικές της επιθυμίες, ανεξάρτητα από το τι επιτάσσει η πολιτική συγκυρία, πάει καλά. Η δέσμευσή της δηλαδή αρχίζει και τελειώνει στη συνισταμένη των επιθυμιών και των φιλοδοξιών των μελών της.

Συνοψίζοντας

Για παράδειγμα, πέντε συλλογικότητες, που ενίοτε βρίσκονται σε κινηματικές διαδικασίες και συνεργάζονται σ’ ένα πλαίσιο μηδαμινής πολιτικής ευθύνης η μία προς την άλλη (πέρα από την αλληλεγγύη και την αλληλο-υποστήριξη), είναι στην ουσία πέντε διαφορετικές παρέες, με κοινό –πολύ γενικά‒ ιδεολογικό υπόβαθρο[7], που φέρουν και παρατάσσουν κάθε φορά πέντε διαφορετικές πραγματικότητες. Αυτό συμβαίνει, όπως αναφέραμε στην αρχή, γιατί κατά την περίοδο της διαμόρφωσής τους δεν υπήρχε καμία δεσμευτικότητα, καμία ουσιαστική (πολιτική) επικοινωνία και κανένας συλλογικός έλεγχος από κάποιον ανώτερο πολιτικό φορέα (Οργάνωση, Ομοσπονδία), με αποτέλεσμα η θεώρηση της πραγματικότητας να μην «φιλτράρεται» συλλογικά και να μην αμφισβητείται άμεσα από κάποια δύναμη, εκτός από την ίδια τη συλλογικότητα. Η παρέα, έτσι, μεγαλώνει μέσα στον ολόδικό της κόσμο, έρμαιο των φυσικών και κοινωνικών ανισοτήτων που ενυπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, τάξης, βιωμάτων, εμπειρίας, κλίσεων κ.λπ., και μένει να παλεύει μόνη με τους προσωπικούς της δαίμονες. Χωρίς τη συνδρομή ενός πολιτικού φορέα, η μεμονωμένη συλλογικότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως κομμάτι ενός οργανισμού που οικοδομεί την κοινωνική επανάσταση αλλά σαν έναν ξεχωριστό οργανισμό, ο οποίος συνεργάζεται με τους υπόλοιπους βουλησιαρχικά και όχι αναγκαστικά. Ως κομμάτι ενός οργανισμού αναγκάζεσαι να δουλέψεις, προκειμένου να δουλέψει ολόκληρος ο οργανισμός σε μια σχέση αλληλεξάρτησης ενώ, ως ξεχωριστός οργανισμός, αρκεί να επιθυμείς να συνεργαστείς με άλλους σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε ένα πλαίσιο και υπό όρους που κανείς δεν ξέρει πως θα προσδιοριστούν.
Ο αυτόνομος οργανισμός/συλλογικότητα/παρέα, είναι ο βασιλιάς του μικρόκοσμού του. Έχει την περιοχή του, τη στέγη του, τον στρατό του, το συμβούλιό του και την περιφέρεια των φίλα προσκείμενων που γεμίζουν κάθε τόσο τα μπλοκ και τις εκδηλώσεις του. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες μαζί συγκροτούν τον ελληνικό αντιεξουσιαστικό χώρο· έναν αραιοκατοικημένο κόσμο με ισχυρή τυπική ενδοεπικοινωνία, δομημένο πάνω σε μια παράξενη αρχή: ότι ο αφορμαλισμός και οι εσωτερικές συγκρούσεις, που αυτός συνεπάγεται, είναι η βάση της ύπαρξής του, ένα μέσο εσωτερικής συνοχής και αρμονίας.
Κοντολογίς, ο αφορμαλισμός κυριαρχεί ως το αναγκαίο κακό για την αποφυγή θυελλωδών συγκρούσεων εντός του αναρχικού χώρου˙ ως αντάλλαγμα, δηλαδή, για τη διατήρηση μιας φιλίας και μιας ενδοεπικοινωνίας, βασισμένης στην ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ συλλογικοτήτων που συμβιώνουν, προτάσσοντας μια α-χρονική, καταχρηστική ιδεολογική φερεγγυότητα, εις βάρος της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης της εποχής τους.
Η πραγματικότητα της μεμονωμένης συλλογικότητας, η συνολική θεώρηση της για τα πράγματα, που κάποιες φορές δεν είναι παρά η θεώρηση ενός και μόνο ατόμου, η σχετικότητα του πολιτικού της πλαισίου και η υπεραυτονόμησή της λαμβάνουν, μέσα από τον αφορμαλισμό, στοιχεία ολοκληρωτισμού, αλλοτρίωσης και ετερονομίας. Από την άλλη, η οργάνωση σε έναν ευρύτερο αναρχικό πολιτικό φορέα δημιουργεί τους απαραίτητους μηχανισμούς συλλογικού ελέγχου, βάσει αρχών και θέσεων που έχουν αποφασιστεί συλλογικά και δημόσια από το σύνολο των συλλογικοτήτων που θα τον αποτελούν· αφοπλίζοντας, έτσι, δομικά την αυθαιρεσία και την κατάχρηση και εδραιώνοντας την πραγματική αυτονομία κάθε μέρους του σώματος. Υιοθετώντας με λίγα λόγια το πολιτικό πλαίσιο ενός «κοινωνικού αναρχισμού, που γυρεύει την ελευθερία μέσω δομών και αμοιβαίων ευθυνών (…)».[8]
Όσο, λοιπόν, ο αφορμαλισμός συνεχίζει να επιτελεί τον ρόλο της μεθαδόνης, τόσο το ελληνικό αναρχικό κίνημα θα φαντάζει ένα ασθενικό σώμα, που ενσυνείδητα πασχίζει να συντηρήσει τις εξαρτήσεις του. Κι επειδή η ιστορία, κατά πως φαίνεται, με την έως τώρα πρακτική, μεταφέρεται περισσότερο προφορικά, παρά διαβάζεται από την εκάστοτε γενιά, η αντι-οργανωτική εμμονή ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει ο αναρχισμός στην Ελλάδα μια λέξη «πολιτικά και κοινωνικά ακίνδυνη – ένα απλό καπρίτσιο που θα σκανδαλίζει διασκεδαστικά, τους μικροαστούς όλων των εποχών».
Σε καιρούς που το αναρχικό κίνημα, ως το πιο οργανικό κομμάτι του μηχανισμού ανατροπής του υπάρχοντος, πληρώνει το τίμημα για τη στάση του, η δομή δεν εμφανίζεται απλώς ως επιλογή αλλά ως αναγκαιότητα για να παραμείνει ο αναρχισμός μια λέξη πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη.

Σημειώσεις:

[1] Προκήρυξη του 1985, υπογεγραμμένη από επτά αναρχικές συλλογικότητες της Αθήνας

[2] Καρύτσας Γ., Μιχαήλ Μπακούνιν: ο κόσμος και το έργο του, εκδ. Άρδην, σ. 173.

[3] Bookchin M., Εισαγωγικό δοκίμιο, Αναρχικές κολλεκτίβες, Dolgoff S., Διεθνής βιβλιοθήκη, 1982, σ. 39.

[4] «Το σύνολο των διαθέσιμων ή των δυνητικά διαθέσιμων πόρων, που σχετίζονται με τη συμμετοχή σ’ ένα δίκτυο, λιγότερο ή περισσότερο θεσμοθετημένων, βιώσιμων γνωριμιών και σχέσεων αλληλοαναγνώρισης» (μτφρ. δική μας), Bourdieu P. (1980), «Le capital social. Notes provisoires», Actes de la recherche en sciences sociales, n°31, Ιανουάριος, σσ. 2-3.

[5] «Ιδέα σημαίνει το να θέτεις την αλήθεια υπό έλεγχο […], δεν ωφελεί να μιλάμε για ιδέες, όταν δεν υπάρχει παραδοχή μιας υψηλότερης αρχής που να τις ρυθμίζει, μιας σειράς από κανόνες, τους οποίους μπορείς να επικαλεσθείς σε συζήτηση […] όπου δεν υπάρχουν κανόνες, στους οποίους μπορεί ο σύντροφός μας να προσφύγει […] όπου δεν υπάρχει παραδοχή ορισμένων τελικών πνευματικών θέσεων, στις οποίες να μπορεί να αναχθεί μια διαφωνία». Gasset y Ortega, Η εξέγερση των μαζών, Δωδώνη, 2006, σ. 103.

[6] Σε τρόπους, δηλαδή, δράσης και λειτουργίας που η ομάδα υιοθετεί σταθερά και δεν είναι πολύ διατεθειμένη να αλλάξει. Αν το περιγράφαμε με φράσεις, αυτές θα ήταν «εμείς έτσι ξέρουμε», «έτσι λειτουργούμε εδώ», «αυτό πιάνει» και ούτω καθεξής.

[7] Το αναρχικό πρόσημο ανάμεσα σε δύο συλλογικότητες δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τα δύο μέρη έχουν κοινή θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας του· το ίδιο, αντίστοιχα, ισχύει και σε μικρότερη κλίμακα, στην εκτίμηση δηλαδή της κοινωνικής συγκυρίας και την αντίληψη των πολιτικών απαιτήσεων της εποχής. Κατά συνέπεια, κάτω από μια -καταχρηστικά- κοινή ιδεολογική ομπρέλα, χωράνε δυνητικά, τόσες θεωρήσεις και εκτιμήσεις, όσες και οι μεμονωμένες συλλογικότητες.

[8] Bookchin M., Κοινωνικός ή Lifestyle αναρχισμός, Ισνάφι, 2005, σσ. 78-79.
Share this:

πηγη:provo.gr

Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ταξική πάλη ή ταξικό μίσος;

Ένα διαχρονικό κείμενο του Ερρίκο Μαλατέστα από το 1921

Εξέφρασα στο δικαστήριο του Μιλάνου κάποιες ιδέες σχετικά με την ταξική πάλη και το προλεταριάτο που ήγειρον κριτική και κατάπληξη. Καλύτερα να επανέλθω σε αυτές τις ιδέες.

Διαμαρτυρήθηκα αγανακτισμένα ενάντια στην κατηγορία της υποκίνησης μίσους· εξήγησα ότι στην προπαγάνδα μου πάντοτε προσπαθούσα να δείξω ότι τα κοινωνικά κακά δεν εξαρτώνται από την κακία του ενός αφέντη ή του άλλου, του ενός κυβερνήτη ή του άλλου, αλλά μάλλον από τους αφέντες και τις κυβερνήσεις ως θεσμούς· ως εκ τούτου, το γιατρικό δεν βρίσκεται στην αλλαγή των επιμέρους κυβερνώντων, αντ’ αυτού είναι απαραίτητο να καταστρέψουμε την ίδια την αρχή από την οποία οι άνθρωποι κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους· εξήγησα επίσης ότι πάντοτε τόνιζα ότι οι προλετάριοι δεν είναι ατομικά καλύτεροι από τους αστούς, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ένας εργάτης συμπεριφέρεται σαν ένας κανονικός αστός, και μη χειρότερα, όταν βρίσκεται κατά τύχη σε θέση πλούτου και διοίκησης.

Τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώθηκαν, παραποιήθηκαν, μπήκαν κάτω από λάθος οπτική γωνία από τον αστικό τύπο, και ο λόγος είναι ξεκάθαρος. Το καθήκον του τύπου πληρωμένου να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της αστυνομίας και των καρχαριών, είναι να κρύβει την πραγματική φύση του αναρχισμού από το κοινό, και ψάχνει να αποδώσει την ιστορία σχετικά με τους αναρχικούς να είναι γεμάτη από μίσος και καταστροφές· ο τύπος το κάνει αυτό από καθήκον, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συχνά το κάνουν αυτό καλή τη πίστη, από καθαρή και απλή άγνοια. Εφόσον η δημοσιογραφία, που κάποτε ήταν ένα λειτούργημα, παρήκμασε σε απλή δουλειά και μπίζνα, οι δημοσιογράφοι έχουν χάσει όχι μόνο την ηθική τους αίσθηση, αλλά και την πνευματική εντιμότητα τού να αποφεύγουν να μιλάνε για πράγματα που δεν ξέρουν.

Ας ξεχάσουμε τους τσαπατσούληδες συγγραφείς, τότε, και ας μιλήσουμε για όσους διαφέρουν από εμάς στις ιδέες τους, και συχνά μονάχα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τις ιδέες τους, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν φίλοι μας, επειδή στοχεύουν ειλικρινά στον ίδιο στόχο που στοχεύουμε και εμείς.

Η έκπληξη είναι εντελώς στερούμενης ενθουσιασμού σε αυτούς τους ανθρώπους, τόσο πολύ έτσι ώστε θα έτεινα να πιστεύω ότι είναι επιτηδευμένη. Δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι έλεγα και έγραφα αυτά τα πράγματα εδώ και πενήντα χρόνια, και ότι τα ίδια πράγματα έχουν ειπωθεί από εκατοντάδες χιλιάδες αναρχικούς, ταυτόχρονα με μένα και πριν από μένα.

Ας μιλήσω καλύτερα για τη διαφωνία.

Υπάρχουν οι «προοδευτικοί εργάτες», που θεωρούν έχοντας ροζιασμένα χέρια ωσάν να είναι θεϊκά διαποτισμένοι με όλα τα πλεονεκτήματα και όλες τις αρετές· διαμαρτύρονται αν τολμήσετε να μιλήσετε για το λαό και την ανθρωπότητα, αποτυγχάνοντας να ορκιστούν στο ιερό όνομα του προλεταριάτου.

Τώρα, είναι μια αλήθεια ότι η ιστορία έχει κάνει το προλεταριάτο το κύριο μέσο της επόμενης κοινωνικής αλλαγής, και ότι εκείνοι που αγωνίζονται για τη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου όλα τα ανθρώπινα όντα να είναι ελεύθερα και προικισμένα με όλα τα μέσα για να ασκήσουν την ελευθερία τους, πρέπει να βασίζονται κυρίως στο προλεταριάτο.

Καθώς σήμερα η συσσώρευση των φυσικών πόρων και κεφαλαίου που δημιουργήθηκε από τη δουλειά των προηγούμενων και σημερινών γενεών είναι ο βασικός λόγος της υποταγής των μαζών και όλων των κοινωνικών κακών, είναι φυσικό για εκείνους που δεν έχουν τίποτα, και ως εκ τούτου είναι πιο άμεσα και καθαρά ενδιαφερόμενοι να μοιραστούν τα μέσα παραγωγής, να είναι οι κύριοι παράγοντες του απαραίτητου σφετερισμού. Αυτός είναι ο λόγος που απευθύνουμε την προπαγάνδα μας ειδικότερα στους προλετάριους, των οποίων οι συνθήκες ζωής, από την άλλη πλευρά, καθιστούν συχνά αδύνατο για αυτούς να εγερθούν και να συλλάβουν ένα ανώτερο ιδανικό. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί λόγο για τη μετατροπή του φτωχού σε φετίχ μόνο και μόνο επειδή είναι φτωχός· ούτε αυτό είναι ένας λόγος για την ενθάρρυνσή του να πιστεύει ότι είναι εγγενώς ανώτερος, και ότι μια κατάσταση σίγουρα δεν προέρχεται από την αξία του ή η βούλησή του τού δίνει το δικαίωμα να βλάψει τους άλλους όπως οι άλλοι έβλαψαν αυτόν. Η τυραννία των ροζιασμένων χεριών (που στην πράξη εξακολουθεί να είναι η τυραννία των λίγων που δεν έχουν πλέον ροζιασμένα χέρια, ακόμη και αν είχαν κάποτε), δεν θα ήταν λιγότερο σκληρή και κακή, και δεν θα έφερνε λιγότερα διαρκή δεινά από την τυραννία των γαντοφορεμένων χεριών. Ίσως θα ήταν λιγότερο ανοιχτόμυαλοι και περισσότερο βάναυση: αυτό είναι όλο.

Η φτώχεια δεν θα ήταν το φρικτό πράγμα που είναι, αν δεν παρήγαγε ηθική κτηνωδία καθώς και υλικές βλάβες και φυσική φθορά, όταν παρατείνεται από γενιά σε γενιά. Οι φτωχοί έχουν διαφορετικά ελαττώματα από εκείνα που παράγονται στις προνομιούχες τάξεις από τον πλούτο και την εξουσία, αλλά όχι καλύτερα.

Αν η αστική τάξη παράγει τους ομοίους του Τζιολίτι και Γκρατσιάνι και όλη τη μακρά διαδοχή των βασανιστών της ανθρωπότητας, από τους μεγάλους κατακτητές στα μανιώδη και αιμορουφήχτρες μικροαστικά αφεντικά, παράγει επίσης τους ομοίους του Καφιέρο, του Ρεκλύ και του Κροπότκιν, και πολλά από τα άτομα που σε οποιαδήποτε εποχή θυσίασαν τα προνόμια της τάξης τους για ένα ιδανικό. Αν το προλεταριάτο έδωσε και δίνει τόσους πολλούς ήρωες και μάρτυρες για την υπόθεση της ανθρώπινης λύτρωσης, δίνει επίσης τους λευκοφρουρούς, τους σφαγείς, τους προδότες των ίδιων τους των αδελφών, δίχως τους οποίους η αστική τυραννία δεν θα μπορούσε να διαρκέσει ούτε μία μέρα.

Πώς μπορεί το μίσος να υψωθεί σε αρχή δικαιοσύνης, σε ένα φωτισμένο πνεύμα απαίτησης, όταν είναι σαφές ότι το κακό είναι παντού, και εξαρτάται από αιτίες που υπερβαίνουν την ατομική επιθυμία και ευθύνη;

Ας υπάρξει όση ταξική πάλη θέλει κανείς, αν με το ταξική πάλη εννοεί κανείς την πάλη των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές για την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Ότι ο αγώνας είναι ένας τρόπος ηθικής και υλικής εξύψωσης, και είναι η κύρια επαναστατική δύναμη που μπορεί να βασίζεται.

Ας μην υπάρχει μίσος, όμως, επειδή η αγάπη και η δικαιοσύνη δεν μπορούν να γεννηθούν από το μίσος. Το μίσος φέρνει εκδίκηση, επιθυμία να είσαι πάνω από τον εχθρό, ανάγκη να εδραιώσει κανείς την υπεροχή του. Το μίσος μπορεί να είναι μονάχα το θεμέλιο νέων κυβερνήσεων, αν κανείς κερδίσει, αλλά δεν μπορεί να είναι το θεμέλιο της αναρχίας.

Δυστυχώς, είναι εύκολο να καταλάβουμε το μίσος τόσων φουκαράδων των οποίων το σώμα και τα αισθήματα είναι βασανισμένα και μισθωμένα από την κοινωνία: ωστόσο, μόλις η κόλαση στην οποία ζουν φωτίζεται από ένα ιδανικό, το μίσος εξαφανίζεται και μια διακαή επιθυμία πάλης για το καλό όλων παίρνει τα ινία.

Για το λόγο αυτό εκείνοι που μισούν πραγματικά δεν μπορούν να βρεθούν μεταξύ των συντρόφων μας, αν και υπάρχουν πολλοί ρήτορες του μίσους. Είναι σαν τον ποιητή, που είναι ένας καλός και ειρηνικός πατέρας, αλλά τραγουδά για μίσος, επειδή αυτό του δίνει τη δυνατότητα να συνθέτει καλούς στίχους… ή ίσως και κακούς. Μιλούν για το μίσος, αλλά το μίσος τους είναι φτιαγμένο από αγάπη.

Για το λόγο αυτό τους αγαπώ, ακόμα και αν με βρίζουν.

Μετάφραση: Αιχμή
πηγή: aixmi.wordpress.com