Categories
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αναρχία, Κράτος, Αριστερά

Η μακρά ιστορία του εργατικού κινήματος ασφαλώς σφραγίζεται από την ύπαρξη δύο
παραδόσεων που προχωράνε σε τροχιές οι οποίες άλλοτε συναντιούνται και άλλοτε
χωρίζουν, ενίοτε αβυσσαλέα. Μιλάμε ασφαλώς για την αναρχική και τη μαρξιστική
παράδοση που αμφότερες με λόγια και με έργα προσπάθησαν να υπηρετήσουν την
υπόθεση της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης.
Σε αυτή την διαδρομή, οι ρήξεις είναι μάλλον περισσότερες από τις
συγκλίσεις και η συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία μάλλον συνηγορεί υπέρ αυτών
που θεωρούν ότι, αργά ή γρήγορα, κάθε ιστορική απόπειρα συμπόρευσης αναρχικών
και μαρξιστών είναι καταδικασμένη εξαιτίας θεμελιωδών θεωρητικοπρακτικών
διαφορών.
Αν θέλουμε, με κάποια αυθαιρεσία, να ορίσουμε ένα εναρκτήριο σημείο αυτής
της ρήξης θα μπορούσαμε ίσως να το βρούμε σε μιαν αλληλογραφία μεταξύ Μαρξ
και Προυντόν του 1846, πριν δηλαδή και από την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς. Ο
Προυντόν, απαντώντας σε πρόσκληση του Μαρξ να συμμετάσχει σε ένα διεθνές
δίκτυο αλληλογραφίας που σκοπό είχε να συντονίζει διεθνείς επαναστατικές κινήσεις,
διατυπώνει τις επιφυλάξεις του και τις προϋποθέσεις που έθετε για να συμμετάσχει σε
ένα τέτοιο εγχείρημα, επισημαίνοντας ζητήματα «δογματισμού» που διέκρινε στη
μαρξική θεωρία καθώς και τον κίνδυνο αυτή να μετατραπεί σε νέα θεολογία.
Η κύρια φάση της κοινής και ταυτόχρονα διαφορετικής μοίρας των δύο αυτών
παραδόσεων είναι ασφαλώς η Πρώτη Διεθνής. Στα γόνιμα αλλά και ταραχώδη χρόνια
του μοναδικού αυτού εγχειρήματος στην ιστορία του εργατικού κινήματος αναρχικοί
και μαρξιστές είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τα όρια της σύμπραξής τους και να
βρεθούν αντιμέτωποι με τα χάσματα διαφορετικών ερμηνειών της πραγματικότητας,
αλλά κυρίως διαφορετικών στρατηγικών όσον αφορά την υπόθεση της ανθρώπινης
χειραφέτησης. Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί σχετικά και ασφαλώς είναι μια
συζήτηση που δεν μπορεί να χωρέσει στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Ας
αρκεστούμε εδώ στα λόγια τού Nico Berti («Μαρξισμός και αναρχισμός στην Πρώτη
Διεθνή», Κοινωνικός αναρχισμός 1, Θεσσαλονίκη 2014) σχετικά με την κρίσιμη
διαφωνία περί κράτους: «Ο αναρχισμός, επιβεβαιώνοντας την ιστορικότητα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δίνει μια εξήγηση της ανισότητας μεταξύ των
ανθρώπων η οποία δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική: πράγμα που υπονοεί την
ιεραρχία ως αποτέλεσμα εφαρμογής τής εξουσιαστικής αρχής, τη διαμόρφωση και τη
διαιώνιση κάθε εξουσίας, την εξουσία ως εξουσία […] Στην αναλυτική αυτή
προοπτική ο καπιταλισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ιστορική μορφή της
εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν αρκούσε για τον λόγο αυτό στους
αναρχικούς να καταστραφεί το κεφάλαιο, ήταν ανάγκη να καταστραφεί και το κράτος
[…] Ο μαρξισμός αντιθέτως θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν εντελώς ιδεαλιστικά,
γενικότητες […] Αποδίδοντας ειρωνικά στον Μπακούνιν την αντιστροφή τής σχέσης
δομής και υπερδομής, ο Ένγκελς συνόψιζε τη διαφορά με τους αναρχικούς: “Ενώ η
μεγάλη μάζα των σοσιαλδημοκρατών εργατών συμφωνεί μαζί μας θεωρώντας πως η
κρατική εξουσία δεν είναι άλλο από την οργάνωση που οι άρχουσες τάξεις –
καπιταλιστές και γαιοκτήτες– καθιέρωσαν για να προστατεύσουν τα κοινωνικά τους
προνόμια, ο Μπακούνιν κηρύσσει πως το κράτος δημιούργησε το κεφάλαιο, πως ο
καπιταλιστής έχει το κεφάλαιό του μόνο χάρη στο κράτος. Αφού επομένως το κράτος
είναι το κύριο κακό, είναι ανάγκη να καταστρέψουμε πριν απ’ όλα το κράτος, το
κεφάλαιο μετά θα πάει στο διάβολο από μόνο του. Εμείς, αντίθετα, λέμε καταργήστε
το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση της ολότητας των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία
και τα κράτος θα πέσει από μόνο του”».
Αν ο δέκατος ένατος αιώνας σημαδεύτηκε από τις θεωρητικές διαμάχες
αναρχικών και μαρξιστών στην προοπτική της προετοιμασίας επαναστάσεων, ο
εικοστός τούς έφερε ενώπιον επειγόντων πρακτικών καθηκόντων.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση απέδειξε ότι οι διαμάχες και η ρήξη στα χρόνια
της Πρώτης Διεθνούς δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοσυγκρασιακών διαφορών ανάμεσα
στον Μαρξ και τον Μπακούνιν αλλά ανταποκρινόταν σε πραγματικές ηθικοπολιτικές
αποκλίσεις των δύο ρευμάτων.
Παρά τις ισχυρές επιφυλάξεις εκ μέρους των αναρχικών, δεν έλειψαν κι
εκείνοι οι οποίοι είδαν με καλό μάτι την επανάσταση και ήταν πρόθυμοι να
παραμερίσουν τις θεωρητικές τους ενστάσεις προκειμένου να βοηθήσουν στην
επαναστατική ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος ο Κροπότκιν που
προηγουμένως είχε αρνηθεί θυμωμένος να αναλάβει μια θέση στην προσωρινή
κυβέρνηση Κερένσκι, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ναι μεν οι μπολσεβίκοι πασχίζουν
να εισαγάγουν ουσιώδεις αλλαγές, αλλά οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν καθιστούν
απολύτως αδύνατη την επιτυχία και ανοίγουν το δρόμο στην αντίδραση.
Τον Μάιο του 1919 ο Κροπότκιν και ο Λένιν συναντήθηκαν για πρώτη και
τελευταία φορά. O Κροπότκιν διατύπωσε χωρίς περιστροφές τη θέση του: «Εσύ κι
εγώ έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι στόχοι μας φαίνεται να συμπίπτουν,
αλλά έχω πολύ διαφορετικές από σένα απόψεις για τα μέσα, τις ενέργειες και την
οργάνωση. Οι φίλοι μου κι εγώ δεν θα αρνηθούμε να σε βοηθήσουμε· αλλά η βοήθειά
μας θα συνίσταται μόνο στο ότι θα σου αναφέρουμε όλες τις αδικίες που
διαπράττονται οπουδήποτε και κάνουν τον λαό να υποφέρει». Ο Λένιν αφού πρώτα
δέχθηκε την ιδιότυπη αυτή προσφορά άρχισε να πετά στα σκουπίδια τα γράμματα του
Κροπότκιν αγανακτισμένος: «Αυτός ο γερο-γκρινιάρης με κούρασε. Δεν έχει ιδέα από
πολιτική και χώνεται παντού δίνοντας συμβουλές, οι περισσότερες εκ των οποίων
είναι ανόητες».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η καθημερινότητα στο μετεπαναστατικό καθεστώς,
ο τρόπος οργάνωσης της ζωής και της εργασίας, η δράση της μυστικής αστυνομίας, η
γραφειοκρατία, οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων, η
καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης απογοήτευσαν ακόμη και όσους έβλεπαν
γεμάτοι ελπίδες τη Σοβιετική Ένωση, όπως η Έμμα Γκόλντμαν: «Είχα φτάσει γεμάτη
ελπίδες να βρω μια χώρα νεογέννητη, με το λαό δοσμένο ολόψυχα στη μεγαλειώδη
αλλά δύσκολη δουλειά τής επαναστατικής ανοικοδόμησης. Λαχταρούσα να λάβω
μέρος ενεργά στο μεγαλόπνοο έργο. Η ρώσικη πραγματικότητα μου φάνηκε
τερατώδης, ολότελα ξένη προς το όραμα που με έφερε στη γη της επαγγελίας με τόσο
μεγάλες προσδοκίες. […]. Συνειδητοποίησα με φρίκη πως η Ρωσική Επανάσταση
είχε πεθάνει. Μπροστά μου ορθωνόταν το εφιαλτικό κράτος των Μπολσεβίκων, που
συνέθλιβε κάθε επαναστατική προσπάθεια ανοικοδόμησης, καταπίεζε, εξευτέλιζε,
διέλυε τα πάντα».
Η δεύτερη πράξη του ιστορικού δράματος συνύπαρξης και ρήξης μεταξύ
αναρχικών και κομμουνιστών παίχτηκε ασφαλώς στην Ισπανία του ’36. Αναρχικοί,
τροτσκιστές και σταλινικοί βρίσκονται να πολεμούν από κοινού τους φασίστες τού
Φράνκο, σύντομα όμως ξεσπά εμφύλιος μέσα στον εμφύλιο. Το Κομμουνιστικό
Κόμμα συνεχίζει την πρακτική της εκκαθάρισης των διαφωνούντων. Αυτό που έχει
αλλάξει είναι ότι ο εδραιωμένος πλέον σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση δεν κρατά
ούτε τα προσχήματα. Ενδεικτικά είναι τα όσα έγραφε η Πράβντα στις 17 Δεκεμβρίου
του 1936: «Η εκκαθάριση των τροτσκιστών και αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων
έχει ήδη ξεκινήσει στην Καταλονία. Αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί στην Ισπανία με
την ίδια ενεργητικότητα που επιδείχθηκε και στην ΕΣΣΔ».
Σήμερα που ο καπιταλισμός αποκτά όλο και πιο ολοκληρωτικά
χαρακτηριστικά, που κράτος και κεφάλαιο αμφότερα γιγαντωμένα επιτίθενται και
καταστρέφουν τις ελάχιστες κατακτήσεις των καταπιεσμένων και οδηγούν
ολόκληρους πληθυσμούς στην κυριολεκτική τους εκμηδένιση είναι εύλογο, ίσως, το
ερώτημα αν τα ανταγωνιστικά κινήματα έχουν την πολυτέλεια να μένουν
αγκυλωμένα στις ιστορικές τους διαφορές ή αν θα πρέπει –έστω και υπό το βάρος
των συνθηκών έκτακτης ανάγκης που αντιμετωπίζουμε– να ενώσουν τις δυνάμεις
τους σε μία αντικαπιταλιστική προοπτική.
Σε αυτό το σημείο, πέραν όλων των ιστορικών εμπειριών που, κατά τη γνώμη
μου, καθιστούν εύλογη κάθε επιφυλακτικότητα εκ μέρους των αναρχικών, θα πρέπει
νομίζω η Αριστερά (τουλάχιστον εκείνα τα ειλικρινή και μη ενσωματωμένα κομμάτια
της) να προβεί σε έναν γενναίο αναστοχασμό σε σχέση με παραδοσιακές επιλογές της
που στοίχισαν στα ανταγωνιστικά κινήματα, φορτώνοντάς τα με αυταπάτες και
συνακόλουθες ήττες. Μιλώ για την κύρωση, δια της συμμετοχής, της
κοινοβουλευτικής απάτης, την λογική τής ανάθεσης και των πρωτοποριών, την
σοσιαλδημοκρατικής προελεύσεως εκτίμηση ότι μια αριστερή κοινοβουλευτική νίκη
μπορεί να αποβεί υπέρ των εργατικών συμφερόντων, την ενίσχυση με κάθε τρόπο της
αντίληψης πως ο καπιταλισμός εξανθρωπίζεται, πως το κράτος είναι ένα ουδέτερο
κέλυφος που παίρνει χαρακτηριστικά ανάλογα με το ποιος το ελέγχει, πως η σημερινή
Ευρώπη και τα κράτη τα οποία την απαρτίζουν μπορεί να είναι κάτι άλλο από
μηχανισμοί ωμής βίας και ταξικής εκμετάλλευσης.
Αν οι φίλοι μαρξιστές θυμόντουσαν ότι μία από τις τελευταίες πράξεις τού
Μαρξ ως στοχαστή ήταν Η κριτική του προγράμματος της Γκότα θα είχαν,
ενδεχομένως, αποφύγει λάθη σαν τη συμπόρευση με τη συριζαϊκή παρωδία της
«αριστερής ελπίδας», τις ολέθριες συνέπειες της οποίας καλούμαστε να πληρώσουμε
όλοι.

Κώστας Δεσποινιάδης (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος», 30-1-16)

Categories
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το θέμα είναι ν’ απολογείσαι

Όλο το σημείο που βρισκόμαστε συνοψίζεται στην Ανατροπή της περασμένης εβδομάδας για το εθνικό θέατρο. Θλίψη για τους ακόμη ανυποψίαστους, απίθανα σκηνικά γέλιου για όσους παρακολουθούν τα του δημοσίου λόγου τα τελευταία χρόνια. Ηθοποιοί ξεφτιλίζονται λάιβ λέγοντας χοντράδες ή πουλώντας μια δήθεν υπευθυνότητα. Κατά τ’ άλλα ο τάδε παίζει Πίντερ  και δεν πρέπει να μπερδεύουμε την προσωπικότητα του καλλιτέχνη με το έργο ή το ταλέντο του.

Για την ντόπια διανόηση και την πολιτική ελίτ αυτού του τόπου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσει τα δικαιώματα του κρατούμενου απ’ την προηγούμενη πράξη του. Είναι δύσκολο να αποδώσει το δικαίωμα του λόγου σε κάποιον που αυτή κρίνει ανάξιο του δικαιώματος. Η έννοια της τιμωρίας λαμβάνει χαρακτηριστικά εξουδετέρωσης. Μαλάκα τρομοκράτη θα σε εξαφανίσουμε. Θα μπορούσαν να κανονίζουν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ξενάγηση στο Γκουαντάναμο. Είναι ασφαλώς ο τόπος αυτός, το καλύτερο σημείο να βρίσκεται κανείς αμέσως μετά το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Τι ‘ναι και ο Ντόναλντ Τραμπ μπροστά στην ελληνική αφρόκρεμα του δημοσίου λόγου; Ένα σκουλήκι που δεν έχει το κατάλληλο λεξιλόγιο για να κατακεραυνώσει την Πηγή Δημητρακοπούλου.

Εντωμεταξύ ζούμε και πεθαίνουμε με την αγωνία για τη συνθήκη Σένγκεν. «Λέτε εσείς βλακείες και λαϊκισμούς αλλά καταλαβαίνετε άαραγε τι σημαίνει να μας πετάξουν έξω απ’ τη Σένγκεν;». Ο σύγχρονος μεταρρυθμιστής, ο σύγχρονος μορφωμένος και προκομμένος εντερπρενέρ, που μέσω της εργασίας προσεγγίζει το καλύτερο μέλλον, μπορεί να φανταστεί με ακρίβεια και σοβαρότητα τις συνέπειες μιας τέτοιας δραματικής εξέλιξης. Η φαντασία και η γνώση τον εξυπηρετούν και τον βοηθούν να μιλήσει για το αύριο. Μπροστά στα πτώματα του Αιγαίου, το βλέμμα τους παραμένει θεότυφλο και η γλώσσα τρέχει ροδάνι: «Φυλάξτε τα σύνορα». Ή ας είμαστε ειλικρινείς: «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΝΙΞΤΕΣ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ». Πόσους τέλος πάντων χωράει η μικρή Ελλάδα σε ρωτάω μαλάκα και ανεύθυνε αλληλέγγυε; Κι ο άνθρωπος που έχει τόσα και τόσα πτυχία από τα καλά πανεπιστήμια της Αμερικής ή του Λονδίνου δεν ξέρει πως η επόμενη ερώτηση είναι πόσα πτώματα χωράει η θάλασσα και ότι αυτός την έχει ήδη απαντήσει. Όσα χρειαστεί. Όσα χρειαστεί προκειμένου να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις, τον εθνικό προϋπολογισμό, τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, τους γενικότερους συσχετισμούς. Ακριβώς όπως σε με μια συνθήκη πολέμου, μας ζητούν να μάθουμε το μάθημά μας. Μια ζωή δεν είναι τίποτα, παρά ένα κορμί που περιμένει να θαφτεί, να πνιγεί, να καταμετρηθεί ή να φυλακιστεί. Όπως πρόκειται για την λιτότητα των άλλων, έτσι πρόκειται και για τα πτώματα των άλλων. Εμείς απλά αρθρογραφούμε για την ανάγκη φύλαξης των συνόρων.

Να ‘χαν και οι νεκροί ένα καλό χορηγό. Θα μπορούσε αυτός να πάρει ένα τηλέφωνο να τα κανονίσει κάπως τα πράγματα.

Αλλά τι είναι οι άνθρωποι για να ζητάτε να ζήσουν; Και τι είναι η ελεύθερη έκφραση για να τη ζητάτε; Κάτι τελευταίες ιδεοληψίες, κάτι παιδιάστικες υπερβολές που ποιος ξέρει από ποιο τόμο ποιανού βιβλίου ξεπήδησαν. Επικίνδυνα πράγματα.

Εδώ έχει μόνο μόρφωση και δουλειά. Μόνο μόρφωση που υποστηρίζει τη δουλειά. Μόνο μόρφωση που μετατρέπεται σε δουλειά.

Τι κόσμος κι αυτός να πουλάει εισιτήριο για το έργο του Καμύ, να το διαφημίζει και μετά να θέλει να σβήσει απ’ τον ορίζοντα την επίδρασή του. Θέλουν να καταναλώνουμε την τέχνη, αλλά για όνομα του θεού, όχι και να ‘χει νόημα, όχι και να μας ταράζει. Γενικά δεν είμαστε υπέρ των αναταραχών. Μια παράσταση, ένα βιβλίο, ένα φιλμ, ένα τραγούδι πρέπει να επέχει τη θέση ενός χάμπουργκερ. Η μόνη της συνέπεια να ‘ναι δέκα λεπτά στην τουαλέτα. Μετά βγαίνεις και είσαι ακριβώς ο ίδιος, πανέτοιμος να επιστρέψεις στο πόστο σου. Μόρφωση και δουλειά. Δουλειά και μόρφωση.

Και όποτε υπερασπίζεσαι τίποτα που μοιάζει κάπως προοδευτικό, να φροντίζεις πρώτα να απολογείσαι ακόμη κι αν βρίσκεται εκτός θέματος. «Φυσικά και κακώς ανέβηκε η παράσταση, αλλά αφού ανέβηκε δεν έπρεπε να κατέβει». «Φυσικά και καταδικάζουμε τη βία και χέζουμε πάνω στους αλήτες τους τρομοκράτες, αλλά δεν έπρεπε και να κατέβει η παράσταση». Μια απολογία πάντα κάνει καλό. Ή έστω μια μίνι υπόκλιση στο γεγονός ότι την ατζέντα την θέτει το τηλεπαράθυρο και οι υπόλοιποι καλούνται απλά να συμφωνήσουν λίγο με τον Κικίλια, τον Καρατζαφέρη, τον Γεωργιάδη παίρνοντας βέβαια ελαφριές αποστάσεις ως προς τις διατυπώσεις. Έχουν κ ένα ντοκτορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρακαλούμε να συνεχιστούν οι σφαγές αλλά να έχουν πάρει πρώτα μια πιστοποίηση, ένα ISO, το κατιτίς τους τέλος πάντων.

Η απολογία είναι το κύριο πιάτο στο τραπέζι της θεσμικής αριστεράς εδώ και χρόνια.

Κατά τ΄ άλλα, οι ίδιοι άνθρωποι λένε τα ίδια πράγματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται και πανηγυρίζουν για ένα κοινό δελτίο τύπου που δε σημαίνει τίποτα, «πάντως σημειώνει δυνατότητες».

Εντωμεταξύ ακόμη και στα πιο ανύποπτα μέρη κάποτε έχει ρεζερβέ – ποιος ξέρει κάποια δικαιολογία θα υπάρχει, πάντα υπάρχει και πάντα έχει κάποια βάση, αλλά και τι έγινε. Το ζήτημα είναι να μην αναπαράγεις το σκοτωμό ως μόνη δυνατή στάση ζωής.

Ο κόσμος μας έχει κάνει μια χαψιά. Μένουν κάτι χειρονομίες, ένα βλέμμα, η απελπισία ενός δικού σου ανθρώπου, η περιφρόνηση ενός δικού σου ανθρώπου, το γέλιο. Τα κείμενα, η γνώση ότι παρόλο που η πόζα και η περφόρμανς είναι πλέον ο κανόνας στην ανθρώπινη συμπεριφορά υπάρχουν θυμωμένοι τύποι, άκομψοι, τσαλακωμένοι που κάνουν λάθος πάντως κάτι κάνουν και δεν περιχαρακώνονται πίσω απ’ τα ίδια και τα ίδια και τη μόνιμη επωδό της εποχής: δεν γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Ή η λύση είναι ξανά το κόμμα σου, το κομματάκι σου, η κομματάρα σου, νέα ή παλιά, μικρή σημασία έχει, που αναπαράγεται πάντως πάνω στην ίδια δομή, την ίδια λογική, τα ίδια βλέμματα. Έτσι δεν ανατρέπεται όχι κάποια πολιτική, αλλά ούτε μισό τελάρο σε λαϊκή.

Χρειαζόμαστε έναν λόγο που δεν ντρέπεται να μιλάει για ελευθερία, αντιθέτως επιθυμεί διακαώς να μιλήσει για αυτήν και δε φοβάται, παρά αρπάζει κάθε ευκαιρία.  Έναν λόγο όμως που να ντρέπεται όταν παίρνει ως δεδομένη την έννοια της ελευθερίας και την ταυτίζει με ένα ανέξοδο ποιηματάκι ή μια ανώδυνη προσκόλληση σε όσα τον έμαθαν δεκαετίες πριν. Να ντρεπόμαστε και λίγο όταν το μόνο που κάνουμε είναι να μαθαίνουμε να επιβιώνουμε (και να ξαναγεννάμε) μικροεξουσίες, ιεραρχιούλες και όλων των ειδών τις γραφειοκρατίες και τις βεβαιότητες.

Όλος ο τόπος είναι ένα αδιέξοδο, το θέμα είναι να πάρεις φορά και να πέσεις πάνω στον τοίχο που σου λέει ότι δε γίνεται αλλιώς, πρέπει να ξαναστρίψεις και να  επιστρέψεις σ’ αυτά που ήξερες. Ή ξέρω ‘γω μπορεί και αυτό που λέω να μη σημαίνει τίποτα και το θέμα να είναι απλά να μην απολογείσαι όταν υποστηρίζεις τη ζωή και την ελευθερία, να μην ξεφτιλίζεσαι για το τίποτα, για να χωρέσεις και συ στη χορεία των υπερασπιστών της αιματηρής πραγματικότητας.

Δεν είναι η ήττα το οικονομικό μοντέλο που ακολουθείται, είναι η αποδοχή της ιδέας ότι αν κάποιος σου κοστίζει λιγότερο νεκρός ή τσακισμένος, είναι λογικό να στέκεσαι και να τον βλέπεις να βασανίζεται μέχρι τελικής πτώσης. Αρκεί να σωθείς εσύ, μόνος, γατζωμένος στη ζωή από όλες σου τις υπαναχωρήσεις.

το θέμα είναι ν’ απολογείσαι

Categories
Uncategorized ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Έλλειμμα και πλεόνασμα ανθρωπισμού

Στην εποχή της επιστημονικής και τεχνολογικής υπερανάπτυξης, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας αυξανόμενης εκμετάλλευσης και εξανδραποδισμού των ανθρώπων, γεγονότων βίας και κρατικής τρομοκρατίας, αδιαφορίας προς τον συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τον πάσχοντα, γεγονός που αποδεικνύει την απομάκρυνση του ανθρώπου απ’ τις θεμελιώδεις βάσεις του ανθρωπισμού, το έλλειμμα ανθρωπιάς στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτή η έλλειψη αποδεικνύεται καθημερινά από ποικίλα φαινόμενα, όπως, ο παραγκωνισμός των παιδιών που συχνά οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι άθλιες καθώς στερούνται τα στοιχειώδη όπως τροφή, στέγαση, ουσιαστική παιδεία (κυριότερα τα παιδιά των μεταναστών, παιδιά των λεγόμενων τριτοκοσμικών χωρών καθώς και χαμηλών οικονομικών εισοδημάτων).

Παράλληλα, συχνά είναι τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, παιδικής εργασίας (παιδιά φαναριών, παιδική επαιτεία, εμπόριο βρεφών αλλά και σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών). Επίσης, οι ρατσιστικές προκαταλήψεις, η ιδιοτέλεια, ο ατομικισμός, η χρησιμοθηρία και ο υλισμός ως χαρακτηριστικά του διαμορφωμένου –από την εξουσιαστική νοοτροπία– σύγχρονου ανθρώπου, τον οδηγούν μακρυά από τον αλτρουϊσμό και του στερούν την ανθρωπιά και τη συμπόνια προς το συνάνθρωπο, ακόμα και προς συγγενικά πρόσωπα. Έτσι, η αναλγησία και η σκληρότητα, τόσο προς τους ανθρώπους όσο και προς τα υπόλοιπα έμβια όντα του πλανήτη, τείνουν να αναδειχθούν σε κυρίαρχα φαινόμενα αυτής της χρονικής περιόδου.

Γεγονός είναι ότι η χρησιμοθηρία της λέξεως «ανθρωπιά» έχει γίνει ένας κοινός τόπος, που σήμερα δεν αποκτά και ιδιαίτερη σημασία παρ’ όλο, που η αποκαλούμενη οικουμενική ψυχή αισθάνεται βαθύτερα την ταλαιπωρία του ανθρώπου και αναζητεί μανιωδώς διέξοδο. Περιττό να προστεθεί πως τόσο η ανθρωπιά, όσο κι ένα σωρό άλλοι όροι, έχει υποστεί τρομακτικές παραμορφώσεις. Όσοι, ακόμη, ευελπιστούν σε κάποια μορφή ειδικής μέριμνας και κάποιας οικονομικής ή πνευματικής στήριξης, μέσω του κράτους, εταιρειών στις οποίες βρίσκουν στέγη Διεθνείς Οργανισμοί και στις απατηλά «αφυπνιστικές» εκδηλώσεις των ΜΜΕ, συν το χρόνω βλέπουν όλο ένα και πιο καθαρά τις ελπίδες τους να εξανεμίζονται. Επειδή από την απανθρωπιά δεν είναι δυνατόν να προέλθει η αλληλοβοήθεια και ο ανθρωπιά.

Όμως, ένα εξαίσιο παράδειγμα ανθρωπιάς και αφοσίωσης αποτελεί η Μαρίγια Ζλάτιτς. Η Μαρίγια και ο σύζυγός της ο Μομτσίλο, που ήταν μαραγκός, μετανάστευσαν το 1956 στην Αυστραλία. Εκείνη, όμως, επέστρεψε στη Σερβία, δύο χρόνια αργότερα, για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της, και δεν ξαναέφυγε ποτέ από τη χώρα. Είχε μόνο σποραδική επαφή με τον Μομτσίλο ο οποίος, όπως πίστευαν οι συγχωριανοί της, είχε αποκτήσει πολλές φάρμες με βοοειδή στην Αυστραλία. Η ηλικιωμένη ζει με μια πενιχρή σύνταξη και κατοικεί σε μια ορεινή περιοχή κοντά στο Μπόλιεβατς της ανατολικής Σερβίας. Προσφάτως ενημερώθηκε ότι κληρονομεί 940.000 δολάρια Αυστραλίας (611.000 ευρώ) από τον σύζυγό της ο οποίος πέθανε το 2011. Αντί, όμως, να κάνει όνειρα για το πώς θα ξοδέψει τα χρήματα, προτίμησε να συνεχίσει την ταπεινή ζωή της, στο ίδιο ερειπωμένο σπίτι όπου μένει, και να τα δώσει στους ανθρώπους που την έχουν στηρίξει τόσα χρόνια.

Έτσι, μολονότι οι συνθήκες διαβίωσής της είναι δυσχερείς, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, η 86χρονη, πάμφτωχη γυναίκα, δώρισε τα χρήματα που κληρονόμησε, στους ανθρώπους που την βοηθούν να τα βγάλει πέρα όλα αυτά τα χρόνια. Οι φίλοι της Μαρίγια ζουν σε ένα γειτονικό χωριό, σε απόσταση δύο ωρών με τα πόδια από το καλύβι της. Την επισκέπτονται, όμως, πολύ συχνά για να της δώσουν τρόφιμα και ξύλα για τη σόμπα της. Όπως η ιδία είπε: «Δεν χρειάζομαι χρήματα, για αυτό τα χάρισα. Αυτοί, τα έχουν ανάγκη. Η σύνταξή μου των 8.000 δηναρίων (65 ευρώ) μου αρκεί».

Αυτό το γεγονός αποτελεί μία πρόκληση γι’ αυτήν την εποχή –και όχι μόνον γι’ αυτήν. Είναι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων, η  τοποθέτησή τους σε ορθές βάσεις και ο εξανθρωπισμός του ατόμου μέσα από την καλλιέργεια μιας ουσιαστικά απελευθερωτικής συνείδησης. Μιας συνειδητότητας που αρνείται το χρήμα, τον πλουτισμό και την κατανάλωση, την εξουσία και την ανοϊκότητα που αυτά επιφέρουν και που προκαλούν στους ανθρώπους την ανικανότητα επαφής με αυτά που πραγματικά αποτελούν την ουσία και το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης επάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Άλλωστε, η ανθρωπιά δεν είναι επάγγελμα, δεν είναι όργανο αυτοπροβολής και επιτυχίας και δεν χρειάζεται διαφημίσεις. Είναι απάρνηση, που πολλές φορές γίνεται αυταπάρνηση. Πρέπει πολλά ν’ αρνηθείς, για να κερδίσεις τα ουσιωδέστερα. Αλλά δεν είναι και παθητική κατάσταση. Αντιθέτως, αποτελεί μορφή αδιάκοπης δράσης, στάσης και ανιδιοτελούς προσφοράς.

Δημοσιεύθηκε από Μ.

Έλλειμμα και πλεόνασμα ανθρωπισμού